Πολιτική κριτική και κοινωνικό σχόλιο στις ταινίες του Albert Serra και του Rodrigo Sorogoyen στο 63ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης

Του Θάνου Λεύκου

Δύο σκηνοθέτες – δημιουργοί οι οποίοι έχουν να επιδείξουν ένα πολυσχιδές έργο και μία φιλμογραφία γενικής αποδοχής από κριτικούς και κοινό, έφεραν τις καινούριες τους ταινίες στο τμήμα ειδικών προβολών του 63ου διεθνούς φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης προκαλώντας τη θετική αποδοχή της πλειοψηφίας των θεατών. Οι ταινίες των δύο σκηνοθετών – σεναριογράφων, πολύ διαφορετικών στην προσέγγιση σε τεχνικό και αισθητικό επίπεδο, ξεχώρισαν στις τελευταίες ημέρες του φεστιβάλ και έφεραν στο προσκήνιο θεματικές αρκετά επίκαιρες σε πολιτικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό επίπεδο.

Ξεκινώντας από τον Καταλανό Albert Serra, αγαπημένο δημιουργό στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, καθότι είχε προηγηθεί και αφιέρωμα στο έργο του σε προηγούμενο φεστιβάλ, η ταινία του “Pacifiction”, ήταν σε επίπεδο φόρμας αυτό που περιμέναμε να δούμε, αλλά σε επίπεδο θεματικής κολύμπησε σε όχι τόσο γνωστά σε αυτόν νερά. Πρόκειται για έναν εκκεντρικό δημιουργό και άνθρωπο, χειμαρρώδη που είχαμε την ευκαιρία να τον δούμε στο φεστιβάλ να εξηγεί το όραμα και τη μεθοδολογία του. Απέναντι στις κλασικές πομπώδεις τοποθετήσεις  και στην προσπάθεια να ανακαλυφθούν επίπεδα, συμβολισμοί και στοιχεία σημειολογίας, ο Serra ήταν άμεσος, αφοπλιστικός και πρόθυμος να λύσει κάθε απορία στο διαθέσιμο χρόνο. Το πάθος με το οποίο εξηγεί και αναπτύσσει τις σκέψεις του δείχνουν τη βαθιά αγάπη του γι΄αυτό που κάνει και για τον κινηματογράφο σαν την τέχνη που μέσα της εμπεριέχει όλες τις υπόλοιπες.

Η ταινία μας αφηγείται τις συναντήσεις του ύπατου αρμοστή της γαλλικής κυβέρνησης στην Ταϊτή (Πολυνησία) και τις κάποιες φορές επιφανειακές και άσκοπες συζητήσεις του με μέλη της κοινότητας, τις προβληματικές και τα παιχνίδια εξουσίας με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που καταδυναστεύουν λαούς και τόπους για όφελός τους, και όλα υπό την απειλή της χρήσης πυρηνικών όπλων σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Παρότι η ταινία εμπεριέχει πολιτικό και κοινωνικό σχόλιο, καταδεικνύει τις δολοφονικές ιμπεριαλιστικές πολιτικές των μεγάλων δυνάμεων και αποδομεί – γελοιοποιεί τις φιγούρες που αποφασίζουν τη μοίρα του κόσμου, όσοι θέλησαν να βρουν ένα πολιτικό μανιφέστο στην ταινία του πιθανότατα κράτησαν αυτό που οι ίδιοι θέλησαν να δουν. Ο Serra όπως και ο ίδιος εξήγησε ενδελεχώς, έχει ως πρωταρχικό στόχο να δημιουργήσει μία ονειρική ατμόσφαιρα, να κατασκευάσει εικόνες και να μελετήσει τη λεπτή γραμμή που διαχωρίζει το σουρρεαλισμό με τη ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας κάνοντάς την ακόμα πιο θολή. Τοποθετεί έναν λευκό πρωταγωνιστή ως «άρχοντα» του τόπου και καθώς ο ίδιος δεν προγραμματίζει αλλά αφήνεται στη ροή των εξελίξεων, χρησιμοποιεί ότι προκύπτει και θεωρεί ο ίδιος λειτουργικό για να κατεσκευάσει αυτό που θέλει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ενδυμασία του βασικού χαρακτήρα, όπου το γεγονός ότι πάχυνε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων οδήγησε στην επιλογή του Serra να επιμείνει στο ίδιο λευκό κουστούμι, το οποίο καθώς δημιουργούσε μία αυξανόμενη αίσθηση ασφυξίας εξυπηρέτησε την κατασκευή όπως ανέφερε και ο ίδιος μίας white trash φιγούρας. Η επιλογή του ονειρικού αποικιοκρατικού τοπίου, η εντυπωσιακή κινηματογράφηση, τα θερμά και κορεσμένα χρώματα, τα μακρόσυρτα πλάνα και η αφυσικότητα των χαρακτήρων ενίσχυσαν την ονειρική ατμόσφαιρα που είχε κατά νου. Μία φράση του ιδιαίτερης σημασίας ήταν η προσπάθειά του μέσα από την ταινία να δείξει έναν κόσμο – αποικία των πλουσίων. Όσον αφορά την απειλή της χρήσης πυρηνικών όπλων, η ταινία προηγήθηκε του πολέμου Ρωσίας – Ουκρανίας και η επιλογή αυτή μπορεί να ήταν συμπτωματική αλλά καθιστά την ταινία αρκετά επίκαιρη και τον Serra διορατικό δημιουργό.

Στο επίπεδο της σκηνοθεσίας και της μεθοδολογίας που ακολουθεί, εξήγησε εκτενώς τις επιλογές του, οι οποίες οδηγούν στο αποτέλεσμα που προκύπτει στις ταινίες του. Στηριζόμενος στην έμπνευση των ηθοποιών του και στοχεύοντας στo να τους κάνει ευάλωτους και εκτεθειμένους μπροστά στο φακό, δεν τους καθοδηγεί καθόλου στη διάρκεια των γυρισμάτων, δεν τους ενημερώνει για το σενάριο και το χαρακτήρα που πρέπει να ερμηνεύσουν και με συγκεκριμένες επιλογές στον τρόπο κινηματογράφισης επιδιώκει να αντλήσει από αυτούς μέσω της πίεσης που τους δημιουργείται όλες τις αυθόρμητες αντιδράσεις τους και την ικανότητά τους να εμπνευστούν και να εμπνεύσουν με την ερμηνεία τους. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του χρησιμοποιεί τρικάμερο ώστε να μπορεί από κάθε γωνία λήψης να κάνει τα πάντα ορατά και να μην μπορούν να κρυφτούν οι ηθοποιοί, απεχθάνεται τους σταθερούς φακούς και χρησιμοποιεί αποκλειστικά φακούς ζουμ και στη συγκεκριμένη ταινία, χρησιμοποίησε κάμερες black magic pocket. Εξαιτίας της δυναμικής των εικόνων που δημιουργεί με το διευθυντή φωτογραφίας και τους οπερατέρ καθώς και το color grading και το μοντάζ που ακολούθησε, αποτέλεσε έκπληξη η χρήση των συγκεκριμένων καμερών.

Συμπερασματικά, για να απολαύσει κάποιος τις ταινίες του Serra πρέπει να έχει υπομονή καθότι είναι ταινίες μεγάλες διάρκειας και να αφεθεί στο κινηματογραφικό σύμπαν που δημιουργεί και στη σουρεαλιστική και ονειρική του αφήγηση.

Ο Rodrigo Sorogoyen, ένας από τους πιο αξιόλογους σύγχρονους Ισπανούς δημιουργούς παρουσίασε για πρώτη φορά στην Ελλάδα την ταινία του As bestas (The Beasts) βασισμένη μερικώς σε αληθινά γεγονότα που έλαβαν μέρος στη Γαλικία μεταξύ του 2010 – 2014. Το σενάριο υπογράφει ο ίδιος μαζί με τη μόνιμη συνεργάτιδά του Isabel Peña. Ένα ζευγάρι Γάλλων ζει σε ένα μικρό, ξεχασμένο χωριό στη Γαλικία και προσπαθεί να συνδεθεί με τη φύση παράγοντας και πουλώντας τα δικά τους προϊόντα και φτιάχνωντας σπίτια που έχουν εγκαταλειφθεί και ρημάξει μέσα στο χρόνο. Η επιλογή τους να μην υπογράψουν και να παραχωρήσουν τον τόπο τους σε εταιρεία που θέλει να εγκαταστήσει ανεμογεννήτριες σε επίπεδο φαραωνικών έργων και την εκμετάλλευση της γης στα πλαίσια της πράσινης ανάπτυξης, που εν τέλει πλήγει τη φύση και τους ίδιους τους κατοίκους, προκαλεί την εχθρική αντιμετώπισή τους από γειτονές τους που βλέπουν ως ευκαιρία να ξεφύγουν από τη ζωή που κάνουν την αποζημίωση που θα λάβουν από την εταιρεία. Αποτελεί ένα θέμα που ταλανίζει για χρόνια την Ισπανία και έχει δημιουργήσει μεγάλες προστριβές και έντονες διαμαρτυρίες από πολίτες και οικολογικές οργανώσεις που εναντιώνονται στον τρόπο εφαρμογής της συγκεκριμένης πολιτικής και το όφελος που προκύπτει αποκλειστικά για τις μεγάλες εταιρίες, καταστρέφοντας τη φύση, εκδιώχνοντας κατοίκους και αγρότες και ερημώνοντας χωριά.

Η ταινία ξεκινά με μία σεκάνς σε slow motion με κτηνοτρόφους που προσπαθούν να πιάσουν – αιχμαλωτίσουν άγρια άλογα και την ακολουθεί σεκάνς μέσα σε ένα ημιδιαλυμένο καφενείο με συνεχείς παράλληλες κινήσεις της κάμερας ανάμεσα στους θαμώνες. Πρώτα δημιουργούνται ατμοσφαιρικές και δυναμικές εικόνες, με την πλοκή να ξεδιπλώνεται καθώς προχωράει η ώρα. Ο Sorogoyen όπως έχει αποδείξει και στις προηγούμενες ταινίες του από το Stockholm μέχρι και το Madre είναι τεχνίτης στη δημιουργία ρυθμού και στην κατασκευή σασπένς. Το πολιτικό και κοινωνικό υπόβαθρο στα σενάρια του Sorogoyen και της Peña είναι σχεδόν πάντα βασικό χαρακτηριστικό με αποκορύφωμα την ταινία «El reino». Η φυσικότητα και η άκρως ρεαλιστική σκηνοθετική προσέγγιση καθώς και οι διάλογοι που σπάνια κλωτσάνε αποτελούν βασικό συστατικό της φιλμογραφίας τους. Η κινηματογράφιση δεν υστερεί και δεν θυσιάζεται ώστε να επικεντρωθεί ο θεατής αποκλειστικά στο σενάριο και γι΄αυτό πάντα μας δίνει ένα άρτιο τεχνικά αποτέλεσμα.

Για μία ακόμα φορά βλέπουμε μία ταινία από τον Ισπανό που αρπάζει το θεατή και τον αγκιστρώνει δημιουργώντας μία κατάσταση συνεχόμενου στρες και αγωνίας. Τα δυναμικά θρίλερ που κατασκευάζει αποτελούν ένα στοχασμό για διάφορα θέματα πολιτικού, οικονομικού, κοινωνικού και ψυχολογικού περιεχομένου που αναδεικνύουν το ταλέντο του τεχνικά και δημιουργικά.

Πρόκειται για δύο ταινίες που έχουν προκαλέσει τη θετική ανταπόκριση του κοινού και αποτέλεσαν σημεία αναφοράς στο πρόγραμμα του φετινού φεστιβάλ κινηματογράφουστο εκτός διαγωνιστικού τμήματος πρόγραμμα. Ο Ισπανικός και ο Καταλανικός κινηματογράφος συνεχίζουν να παράγουν δημιουργούς οι οποίοι κατασκευάζουν εντυπωσιακές τεχνικά ταινίες και σχεδόν πάντα εμπεριέχουν μία καυστική και ριζοσπαστική κριτική με πολιτικό και κοινωνικό περιεχόμενο.

Μοιραστείτε το άρθρο