Η αριστερά και η επιστροφή του κράτους – ΙΙ

Του Σπύρου Μαρκέτου, Ιστορικού στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ

Φιλελεύθεροι, συντηρητικοί, και νεοσυντηρητικοί

Οι τελευταίες δεκαετίες μάλλον επιβεβαιώνουν την πρόγνωση του Βαλλερστάιν, ότι η κατάρρευση της ηγεμονίας του κεντριστικού φιλελευθερισμού τον καιρό της χρηματιστικοποίησης θα δραστηριοποιούσε ξανά αφενός την αντικαπιταλιστική αριστερά και αφετέρου μια νέα δεξιά που δεν θα έκρυβε τα σχέδια της [29]. Βλέπουμε σήμερα την άνοδο αυτής της δεξιάς σε δύο εκδοχές, μίας ηγεμονικής ακροδεξιάς και μιας συντηρητικής δεξιάς που αναπτύσσεται αντιδρώντας στην ηγεμονική ακροδεξιά, αξιοποιώντας συνάμα την αδυναμία ή απροθυμία της αριστεράς να αναδειχθεί σε εναλλακτικό πόλο εξουσίας. Ωστόσο σε κάθε μια από αυτές τις κατηγορίες ανήκουν πολιτικά μορφώματα άλλα από εκείνα που νομίζει ο κοινός νους.

Από τον δέκατο ένατο αιώνα δεξιά ρεύματα, που αποτελούνται από συνασπισμένες συντηρητικές δυνάμεις αρκετά ανομοιογενείς μεταξύ τους, προωθούν σταθερά, άλλοτε με δηλώσεις και επικλήσεις κι άλλοτε με πράξεις, τα ουτοπικά τους όνειρα για έναν καπιταλισμό σταθερό, υγιή και αρμονικό. Αυτός ο φανταστικός καπιταλισμός, αποκαθαρμένος από αρπακτικούς ολιγάρχες όσο και από λαϊκούς δημαγωγούς, θα κρατά στη σωστή θέση, δηλαδή όσο γίνεται πιο κάτω, γυναίκες κι εργάτες, σεξουαλικές και άλλες μειονότητες, πρόσφυγες και μετανάστες, και γενικά τους κάθε λογής αντισυμβατικούς και απροσάρμοστους. Αυτή η δεξιά σέβεται τον πλούτο και την εξουσία. Απευθύνεται σε ευπρεπείς αστούς και αυτοδημιούργητους μικροαστούς, που αισθάνονται ότι, όσο σκληρά κι αν δουλέψουν, δεν παύουν ν’ απειλούνται από το μεγάλο κράτος και το μεγάλο κεφάλαιο. Μισούν επίσης εκείνους που βρίσκονται από κάτω τους, και στην πραγματικότητα δεν χάνουν ευκαιρία να τούς καταπιέζουν και να τούς εκμεταλλεύονται. Είναι η λεγόμενη «λαϊκή δεξιά» ή η «δεξιά των νοικοκυραίων».

Στο διεθνές πεδίο αυτό το συντηρητικό ρεύμα συνήθως υιοθετεί ρεαλιστικές οπτικές, δηλαδή κινείται πραγματιστικά και προσαρμόζει τις συγκλίσεις και τις συγκρούσεις του στους πραγματικούς συσχετισμούς δυνάμεων αντί να εξαγγέλλει, όπως κάνουν οι φιλελεύθεροι, μεγάλες ιδέες με ηχηρή φρασεολογία. Ο Βίκτορ Όρμπαν και ο Βλαντιμίρ Πούτιν είναι χαρακτηριστικοί του εκπρόσωποι, όπως και ο Ματέο Σαλβίνι και η γερμανική AfD, ενώ οι αμερικανοί σταρ του είναι ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Γιαϊρ Μπολσονάρου. Αυτό το ρεύμα, που αποκαλείται κάπως αδέξια δεξιός λαϊκισμός [30] ή παλαιοσυντηρητική δεξιά, καλύτερα θα ονομαζόταν σκέτα συντηρητική δεξιά. Αξιοποιώντας αυτοχθονιστικά κι εθνικιστικά αισθήματα που καλλιεργήθηκαν από δεκαετίες οικονομικής στασιμότητας ή οπισθοδρόμησης, τρέφεται από την αρπακτικότητα του μεγάλου κεφαλαίου και τον στρατοκρατικό τυχοδιωκτισμό της Δύσης όσο και από την αδυναμία της αριστεράς να ρίξει το γάντι στην ηγεμονική ακροδεξιά. Δεν γεννήθηκε χτες. Περιγράφοντας τον τραμπισμό, ένας κορυφαίος ιστορικός του συντηρητισμού παρατηρεί:

Πολλά από τα χαρακτηριστικά που συνδέουμε με τον σύγχρονό μας συντηρητισμό, όπως ο ρατσισμός, ο λαϊκισμός, η βία και μια γενική περιφρόνηση για τα έθιμα και τις συμβάσεις, νόμους και θεσμούς, καθώς και για τις εδραιωμένες ελίτ, δεν είναι ούτε πρόσφατες ούτε εκκεντρικές εξελίξεις της αμερικανικής δεξιάς. Αντιθέτως αποτελούν συστατικά στοιχεία του συντηρητισμού και ανάγονται στις πρώτες του καταβολές, δηλαδή  στην αντίδραση που εξαπλώθηκε στην Ευρώπη ενάντια στη Γαλλική Επανάσταση. Από την πρώτη στιγμή ο συντηρητισμός στηρίχθηκε στο ένα ή το άλλο μείγμα αυτών των στοιχείων προκειμένου να χτίσει ένα κίνημα ελίτ και μαζών μαζί, με όσο το δυνατόν ευρύτερη βάση, ενάντια στη χειραφέτηση των κατώτερων τάξεων. [31]

Ο τραμπισμός και η ευρωπαϊκή δεξιά που τώρα ενισχύεται εμφανίστηκαν πριν από την Πανδημική Κρίση. Όταν η κατ’ όνομα αριστερά απέτυχε ή και, συχνά, δεν προσπάθησε καν ν’ αποκρούσει την απαλλοτριωτική συσσώρευση, και μάλιστα τα νέα σχήματά της, όπως ο Σύριζα και το Ποδέμος, απογοήτευσαν πικρά τις ελπίδες της εκλογικής τους βάσης, τα κοινωνικά στρώματα που πλήττονται από την κρίση στράφηκαν προς αυτήν τη συντηρητική δεξιά, ήδη από τις εκλογές για το ευρωκοινοβούλιο το 2019.

Στη διάρκεια της πανδημίας τα αντιηγεμονικά δεξιά ρεύματα κατόρθωσαν επίσης να εκφράσουν τις ελπίδες και τους φόβους, τις υποψίες και την οργή αξιόλογου μέρος του πληθυσμού για τις υγειονομικές πολιτικές που επιβλήθηκαν στη Δύση, και πρώτα πρώτα για τα λοκντάουν που έπληξαν σκληρά τα λαϊκά στρώματα, αλλά και για την εκβιαστική επιβολή αμφιλεγόμενων νέων εμβολίων, για τα οποία οι προβλεπόμενοι έλεγχοι ποτέ δεν ολοκληρώθηκαν και τα οποία ήδη αναδεικνύεται πως διαφημίστηκαν παραπλανητικά.

Αυτή η συντηρητική δεξιά δεν έχει κανένα εναλλακτικό σχέδιο ηγεμόνευσης και ούτε δείχνει πρόθυμη ή ικανή να διαμορφώσει κάτι τέτοιο. Ανίκανη να δώσει πραγματικές απαντήσεις, τροφοδοτεί κάθε λογής ψευδαισθήσεις παίρνοντας από την αριστερά μεγάλο μέρος των λογοθετικών της όπλων, ρητορικών σχημάτων και συνθημάτων, τα οποία η οργανωμένη αριστερά εγκατέλειψε μαζί με τον εργαζόμενο λαό, που ολοένα περισσότερο έλκεται δυστυχώς από τη συντηρητική δεξιά [32]. Όσο παράδοξο και αν φαίνεται αυτό, η τελευταία χρησιμοποιεί ολοένα περισσότερο λέξεις που παλιότερα ήταν σήμα κατατεθέν της αριστεράς: ειρήνη κι ελευθερία, δικαιοσύνη και δημοκρατία, και άλλες, συχνά καταγγέλλοντας μάλιστα το χρηματοπιστωτικό σύστημα και το μεγάλο κεφάλαιο, τον αυταρχισμό και την ολιγαρχία, τα μονοπώλια και το βαθύ κράτος. Η άνοδός της αποτυπώνει πολλούς παράγοντες, βασικός μεταξύ των οποίων είναι η ανημπόρια της ευρωπαϊκής αριστεράς ν’ αντιταχτεί πειστικά και αποτελεσματικά στη φιλελεύθερη επίθεση.

Ακόμη περισσότερο πολιτικό χώρο αποσπά από την αριστερά η συντηρητική δεξιά καθώς επιτίθεται τακτικά ενάντια σ’ έναν άλλο κοινό παρονομαστή της φιλελεύθερης και της νεοσυντηρητικής ακροδεξιάς, που στηρίζουν σταθερά τις αξιώσεις και τα προνόμια του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των φαρμακευτικών εταιρειών. Μερικές φορές επίσης η συντηρητική ή λαϊκή δεξιά προβάλλει έναν ρητορικό αντιιμπεριαλισμό που κρυσταλλώνει τα λαϊκά αντιπολεμικά συναισθήματα, αποδίδοντας τον πόλεμο και τον ιμπεριαλισμό σε παροδικές διαστροφές ή προσωπικά βίτσια των κυβερνώντων και όχι σε συστημικούς παράγοντες.

Αυτή η συντηρητική δεξιά που υιοθετεί αντισυστημική στάση, ελκυστική αλλά μάλλον ρηχή, έχει απέναντί της την ηγεμονική ακροδεξιά. Η τελευταία συμπεριλαμβάνει φιλελεύθερους, συντηρητικούς και ακόμη και δήθεν σοσιαλιστές τύπου Τσίπρα [32α] που εγκατέλειψαν κάθε αντιηγεμονική ή επαναστατική φιλοδοξία μετά το 1992. Όλες αυτές οι τάσεις μετακινήθηκαν πολύ έκτοτε ώσπου κρυστάλλωσαν, μέσα στο πλαίσιο πάντοτε της Συναίνεσης της Ουάσιγκτον, αυτό που σήμερα κάποιοι ονομάζουν «ακραίο κέντρο». Όποιο όνομα και αν προτιμούν οι ίδιοι πάντως συγκροτούν μια συστημική και ηγεμονική φιλελεύθερη και περιστασιακά νεοσυντηρητική ακροδεξιά, ακόμη και σύμφωνα με τον ορισμό του Μπόμπιο. Οι ακραίες θέσεις τους στα σημαντικά ζητήματα παρουσιάζονται σαν να ήταν δήθεν εύλογες ή μετριοπαθείς από τα ελεγχόμενα μέσα ενημέρωσης, αλλά τούτο δεν τις κάνει λιγότερο ακραίες ή καταστροφικές.

Η ηγεμονική ακροδεξιά προάγει τη χρηματοπιστωτική απαλλοτρίωση [32β] προς όφελος της ολιγαρχίας, καθώς και ριζοσπαστικές νομισματικές πολιτικές και σαδιστικές μορφές λιτότητας, κι επιπλέον την κοινωνική πόλωση και την αυταρχική διακυβέρνηση που αναπόφευκτα συνοδεύουν τέτοιες πολιτικές επιλογές [33]. Ακόμη χειρότερα, η ευρωπαϊκή στηρίζει όλους τους πολέμους και τις επεμβάσεις που ονειρεύονται οι αμερικανοί νεοσυντηρητικοί. Όλοι αυτοί οι δήθεν κεντρώοι ή μετριοπαθείς προάγουν τη συστηματική, μαζική, σύντονη και πολύπλευρη μεταβίβαση πλούτου και εξουσίας από τους πολλούς στους λίγους, από τους φτωχούς στους πλούσιους, από τους αδύναμους στους ισχυρούς. Επίσης από την περιφέρεια προς το κέντρο στο διεθνές σύστημα, στις διακρατικές ομαδοποιήσεις όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, και σε κάθε χώρα χωριστά. Με αυτή την έννοια συγκροτούν μία πολιτικά ορθή ακροδεξιά, εσωτερικά συντονισμένη, που προωθεί αμείλικτες πολιτικές οι οποίες κάνουν την παλιά καλή μισαλλόδοξη συντηρητική δεξιά να μοιάζει σχετικά ελκυστική και ακόμη και αγαθή, τουλάχιστον στα μάτια των ταλαιπωρημένων κοινωνικών στρωμάτων που απεχθάνονται τον ριζοσπαστισμό ή και τον αγνοούν ολότελα. Η παλιά καλή συντηρητική δεξιά να γίνεται αντιηγεμονική, αλλ’ αυτό το νέο ακροδεξιό φάσμα δεν είναι ποτέ.

Πίσω από την άνοδο της νέας ακροδεξιάς βρίσκονται φιλελεύθεροι και νεοσυντηρητικοί διανοούμενοι, πολιτικοί και μηχανισμοί, που παρουσιάζουν τις επιλογές τους σαν να ήταν δήθεν φυσιολογικές, ενώ στην πραγματικότητα είναι ακραίες, καθώς προωθούν ένα πολιτικό και οικονομικό πρόγραμμα ταχύρυθμης απαλλοτρίωσης, τοξικού αυταρχισμού, ανεξέλεγκτου μιλιταρισμού και τυχοδιωκτικού ιμπεριαλισμού. Η εξουσιαστική βία του κράτους, η σύμπλευση ιδεολογικών μηχανισμών επικεντρωμένων στο πανεπιστήμιο, και η αδιάκοπη προπαγάνδα των μέσων ενημέρωσης διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στην προώθηση αυτών των επιλογών, που όλες ενισχύουν την ολιγαρχία. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το ευρώ, το λεγόμενο χρηματιστήριο ενέργειας που αποδιάρθρωσε το σύστημα παραγωγής και διανομής ενέργειας στην ΕΕ ενώ προηγουμένως είχε ήδη δοκιμαστεί με θλιβερά αποτελέσματα στις ΗΠΑ, και η Νατοϊκή επιθετικότητα στην Ουκρανία και την Κίνα. Στην κωδικοποιημένη γλώσσα της συντηρητικής Δεξιάς, όλα αυτά μεταφράζονται συγκεκχυμένα σαν η Νέα Παγκόσμια Τάξη, ενώ στην πραγματικότητα ούτε νέα είναι ούτε παγκόσμια, ή σαν διαταγές που τηλεγραφούν οι λεγόμενοι γκλομπαλιστές του Νταβός. Η σύνδεση των φαινομένων με τους κεντρικούς μηχανισμούς του καπιταλισμού απουσιάζει.

Σε δύο σημαντικά ζητήματα η συντηρητική δεξιά συχνά συγκρούεται σήμερα με την ηγεμονική ακροδεξιά, στην υγειονομική πολιτική και το χρέος. Η διαγραφή του χρέους, επονείδιστου ή απλώς άδικου, δημοσίου ή ιδιωτικού, εγχώριου ή διεθνούς, είναι αίτημα αντικαπιταλιστικό και αντιηγεμονικό στο μέτρο που καταστρέφει ένα ισχυρό όπλο των ηγεμονικών τάξεων και κρατών [34]. Σήμερα ένα κομμάτι της δεξιάς πράγματι εξεγείρεται ενάντια στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, ελπίζοντας έτσι να διασώσει τους μικροϊδιοκτήτες που αποτελούν την πολιτική βάση στήριξής του.  Το να στηρίζεις τους οφειλέτες όμως δεν είναι αναγκαστικά αριστερό, καθώς μπορεί απλώς να συντηρεί μια άνιση και άδικη κατάσταση πραγμάτων την οποία απειλεί η χρηματοπιστωτική απαλλοτρίωση. Ο πλούτος που προστατεύεται έτσι από την ολιγαρχική αρπαγή δεν ρέει προς τη βάση της κοινωνίας. Όταν απλώς στηρίζει κάποια μεσοστρώματα, ίσως και συντηρητικούς θεσμούς όπως είναι η εκκλησία, αντί για τους φτωχούς. Αυτό που θέλει η συντηρητική δεξιά ανακόπτοντας τη χρηματοπιστωτική απαλλοτρίωση είναι να κρατήσει τα ευεργετήματά της για τους μικροαστούς, αντί να τα μοιράσει στο λαό, όπως θέλει η αριστερά.

Οι φιλελεύθεροι και οι συντηρητικοί ακροδεξιοί πολιτικοί έχουν διαφορετικές ιστορικές καταβολές και πολιτισμικές προτιμήσεις, και συχνά χτίζουν διαφορετικές κοινωνικές συμμαχίες, αλλά πάντοτε συντάσσονται με τους πλούσιους, τους ισχυρούς, τους λίγους, όποτε έχουν να διαλέξουν ανάμεσα στους πολίτες τους οποίους δήθεν αντιπροσωπεύουν και στο μεγάλο κεφάλαιο. Η συντηρητική δεξιά τούς εναντιώνεται σ’ αυτό, αλλά και πάλι στηλιτεύει απλώς την προσωπική ή θεσμική διαφθορά και όχι την εφαρμογή ενός ολιγαρχικού ταξικού σχεδίου. Η αριστερά αντίθετα εστιάζει στη συστημική καταπίεση και την αναπόφευκτη στον καπιταλισμό εκμετάλλευση των εργαζόμενων, απαλλοτριωτική ή μέσω της εργασιακής διαδικασίας.

Η ακροδεξιά έχει διάφορες ποικιλίες – τη φιλελεύθερη, τη νεοσυντηρητική, κι επίσης την φασιστική η οποία δεν διαφέρει από τις άλλες δυο στις ιδέες αλλά στις πρακτικές της, καθώς προωθεί τη μαζική κινητοποίηση. Οι φιλελεύθερες ή νεοσυντηρητικές πολιτικές που προωθεί η ακροδεξιά μπορούν επίσης να δικαιολογηθούν ρητορικά ακόμη και με την επίκληση αριστερών ιδανικών, και πράγματι αυτό γίνεται συχνά και γίνεται και στη χώρα μας από το Πασόκ μετά το 1996 και τον Σύριζα μετά το 2015. Ακόμη χειρότερα, κηρύσσοντας ότι δήθεν δεν υπάρχει άλλη λύση και τροφοδοτώντας τον κυνισμό, οι τέως αριστεροί που τις στηρίζουν νομιμοποιούν την ανάπτυξη όχι μόνον της συντηρητικής Δεξιάς, η οποία τώρα πλέον εκμεταλλεύεται κλασικά αριστερά συνθήματα, αλλά και των ακροδεξιών μαζικών κινημάτων, ανοίγοντας έτσι πολιτικό χώρο για ν’ αναπτυχθεί η ακροδεξιά της μαζικής κινητοποίησης, γνωστή τον εικοστό αιώνα ως φασισμός.

Το δημοκρατικό σχέδιο της αριστεράς

Με τις διάφορες ποικιλίες της δεξιάς να  είναι ανίκανες να λύσουν τα ολοένα χειρότερα κοινωνικά προβλήματα που προκαλεί η δεξιά πολιτική, πολιτικός χώρος για την επιστροφή της αριστεράς μπορεί πράγματι ν’ ανοίξει. Ωστόσο αυτό δεν πρόκειται να γίνει αυτόματα, χωρίς ισχυρή, εμπρόθετη και στοχασμένη παρέμβαση, για την οποία χρειάζονται φορείς σαν τα παλιά σοσιαλδημοκρατικά ή λενινιστικά κόμματα, ή πάντως κάποια λειτουργικά τους ανάλογα. Μολονότι η διαδικασία που ο Εμμανουέλ Τοντ ονομάζει επανασυσσώρευση της πραγματικής ευφυΐας στα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα [35] ενισχύει αυτήν τη δυνατότητα, πάντως η πολιτική δραστηριοποίηση και τ’ αποτελέσματά της ποτέ δεν είναι εκ των προτέρων δεδομένα.

Πριν από την Πανδημική Κρίση και την Ουκρανική Σύγκρουση, η αριστερά απέτυχε ν’ αποκρούσει τον φιλελεύθερο ή συντηρητικό αυταρχισμό και μιλιταρισμό, που εκδηλώθηκαν στην Ευρώπη μ’ επιλογές όπως η βίαιη καταστολή στη Γαλλία της λαϊκής κινητοποίησης των Κίτρινων Γιλέκων (τα οποία μολαταύτα πέτυχαν τους αρχικούς στόχους τους), οι προσπάθειες ν’ ανατραπεί το Brexit και η καταδίωξη του ελεύθερου λόγου προσωποποιημένη στον βασανισμό του Τζούλιαν Ασάνζ, και η εδραίωση αυταρχικών καθεστώτων στην Πολωνία και την Ουγγαρία. Τον ίδιο καιρό οι ηγεμονικές ΗΠΑ πυροδότησαν ταυτόχρονα μια μικρή, μια μεσαία και μια τεράστια γεωπολιτική σύγκρουση (Βενεζουέλα, Ιράν, Κίνα). Η ευρύτατα διαδεδομένη αίσθηση ότι επίκειται οικονομική κατάρρευση, την οποία επέτειναν οι αδιάκοπες προειδοποιήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών και πολλών κατεστημένων οικονομολόγων, αποτυπώθηκε στο έξαφνο ενδιαφέρον της Δυτικής και κατεξοχήν της αμερικανικής αριστεράς για τη Νεότερη Νομισματική Θεωρία, καθαρή ένδειξη απόγνωσης.

Όταν η Πανδημική Κρίση και οι επακόλουθες διεθνείς εντάσεις κορυφώθηκαν με την ανοιχτή σύγκρουση ΝΑΤΟ και Ρωσίας στην Ουκρανία, η οργανωμένη αριστερά στη Δύση απέτυχε ν’ αρθρώσει σαφή αντικατασταλτικό και αντιπολεμικό λόγο και περιθωριοποιήθηκε. Για την ώρα μοιάζει να υπνώττει, και να μην μπορεί καν ν’ αντιδράσει στα αλλεπάλληλα πλήγματα που δέχεται το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων. Για ν’ αναβιώσει πρέπει πρώτα πρώτα να ξέρει τι ακριβώς θέλει, όχι μόνο με την έννοια κάποιων γενικών αρχών αλλά και ορίζοντας καθαρά τα στοιχειώδη. Δηλαδή ποιοί είναι οι εχθροί και οι σύμμαχοι, ποιές οι πρακτικές προτεραιότητες, και ποιο περιεκτικό κοινωνικό πρόγραμμα προσαρμοσμένο στις τρέχουσες ανάγκες των λαϊκών στρωμάτων μπορεί να τά συσπειρώσει ενάντια στην ολιγαρχία.

Εγκαταλείποντας τον ολοένα λιγότερα άνετο χρυσελεφάντινο πύργο της ακαδημίας, πρέπει επιτέλους να μιλήσουμε στη γλώσσα των απλών ανθρώπων για τα ζητήματα που τούς απασχολούν καθημερινά. Αυτοί θα μάς στηρίξουν μόνον αν μπορέσουμε να παρουσιάσουμε το σχέδιό μας με όρους λαϊκών αναγκών και όχι ιδεολογικών επιλογών. Η ιστορική εμπειρία διδάσκει ότι, για να έχει ελπίδα ανατροπής, η αριστερά πρέπει να προσελκύσει τα αποπροσανατολισμένα μεσοστρώματα που πλήττονται από την ολιγαρχική πολιτική, κι επίσης να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα του έθνους, δίνοντάς του περιεχόμενο πολύ διαφορετικό από κείνο που τού δίνει η δεξιά, και τονίζοντας πρώτα πρώτα ότι στο έθνος ανήκει όλος ο κόσμος που ζει κι εργάζεται στη χώρα, όποιες και αν είναι οι καταβολές και τα ταυτοτικά χαρακτηριστικά του, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν ανήκουν οι ολιγάρχες και οι αυλικοί τους. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Τουρκία, όπου οι εθνικές ταυτότητες είναι πανίσχυρες και συνάμα αποκλειστικές, με την έννοια ότι παρουσιάζουν ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο μέρος της εργατικής τάξης σαν να ήταν δήθεν εκτός έθνους. Είναι επίσης ιδιαίτερα δύσκολο, καθώς σ’ αυτές τις χώρες η ολιγαρχία έμμεσα με το κράτος και την εκκλησία και άμεσα μέσω πολιτισμικών ιδρυμάτων ελέγχει ασφυκτικά την εθνική ταυτότητα. Διευκολύνεται όμως σε στιγμές που γίνεται φανερή η ανάγκη αναπροσανατολισμού της εξωτερικής πολιτικής που έχει επιλέξει η ολιγαρχία.

Καθώς αναπροσανατολίζει το λόγο και την πρακτική της, η αριστερά πρέπει επίσης να θυμάται ότι προϋπόθεση για να προχωρήσει οπουδήποτε ένα αριστερό σχέδιο, σε επίπεδο εθνικό ή διεθνές, χρειάζεται απαραίτητα η εδραίωση της πολυπολικότητας στο διεθνές σύστημα. Αναγκαία προϋπόθεση για κάτι τέτοιο είναι ο τερματισμός της αμερικανικής ηγεμονίας. Αριστερά σήμερα δεν σημαίνει απλώς αγώνας για κοινωνική πρόνοια και καλύτερους μισθούς, γυναικεία απελευθέρωση και αντιρατσισμό, αλλά επίσης σύγκρουση με τον ιμπεριαλισμό.

Όσον αφορά ειδικά την ευρωπαϊκή αριστερά, αυτά σε πρακτικούς όρους σημαίνουν να δοθεί προτεραιότητα στον τερματισμό της ευρωπαϊκής υποτέλειας στις ΗΠΑ μέσω του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ζήτημα ήρθε στην ημερήσια διάταξη καθώς κλιμακώνεται η σύρραξη στην Ουκρανία, επαναφέροντας απειλητικό το φάσμα του πυρηνικού πολέμου, κάνοντας ολοένα πιο φανερό πως η ευρωπαϊκή βιομηχανία δεν αντέχει ν’ αποκοπεί από τη ρωσική ενέργεια. Καθώς αναδεικνύονται ξανά οι αντιιμπεριαλιστικές πλευρές του αριστερού προτάγματος, το αντιπολεμικό κίνημα αποκτά νέες δυνατότητες και μπορεί και πρέπει να συνδεθεί με δύο άλλα ζητήματα που έχουν σημαντικές διεθνείς διαστάσεις, να σπάσουν οι αλυσίδες του χρέους και να εφαρμοστεί πολιτική δημόσιας υγείας που να εξυπηρετεί τις λαϊκές ανάγκες και όχι την κερδοφορία φαρμακευτικών εταιρειών.

Η αριστερά σήμερα δεν μπορεί να είναι φιλελεύθερη. Ο Βαλλερστάιν είχε δείξει πως από τον καιρό της Γαλλικής Επανάστασης ως σήμερα συγκρούονται, και ορίζουν την καπιταλιστική γαιοκουλτούρα, τρεις ιδεολογίες -ο συντηρητισμός, ο φιλελευθερισμός και ο ριζοσπαστισμός [36]. Ως πολιτικές μεταστρατηγικές, δηλαδή στρατηγικές προσανατολισμένες στην εύρεση άλλων στρατηγικών, αναπτύσσουν η καθεμία το δικό της όραμα της καλής κοινωνίας κι επίσης διαφωνούν σε θεμελιώδη ζητήματα, όπως είναι η κοινωνική τάξη, το φύλο και η ράτσα. Φυσικά διαφέρουν στην οικονομική πολιτική, στην προστασία των αναγκών και των δικαιωμάτων των εργαζομένων, και στην προάσπιση της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας από την ολιγαρχία. Τα σύνορα ανάμεσα σ’ αυτά τα τρία στρατόπεδα σκλήρυναν μετά τη μεγάλη κρίση του 2007-9, αλλά έγιναν πιο διαπερατά τον καιρό της Πανδημικής Κρίσης και της Ουκρανικής Σύρραξης. Πιθανώς σήμερα ζούμε μια από τις ιστορικές στιγμές όπου, αντιμέτωπα με νέες πραγματικότητες, τα στρατόπεδα της αριστεράς και της δεξιάς αναδιατάσσονται.

Το 2022 ο κόσμος αντιλαμβάνεται πως, ιδίως στη Δύση, αντιμετωπίζουμε ένα νέο περιβάλλον κρίσεων και καταστροφών, όπου η ίδια η ανυπόφορη πραγματικότητα καλεί την αριστερά να βγει μπροστά και να διεκδικήσει την ηγεμονία για να εφαρμόσει εναλλακτική πολιτική. Την κρίσιμη αυτή στιγμή μόνο η αριστερά μπορεί να οργανώσει αποτελεσματική αντίσταση στο ηγεμονικό μπλοκ της ολιγαρχίας, αποκρούοντας το διαίρει και βασίλευε του καπιταλισμού να ενώσει το λαό, και να εδραιώσει μια πολιτική ηγεμονία που θα επιτρέψει να οργανωθεί τη λαϊκή κυριαρχία. Για να τά κάνει όλα αυτά πρέπει υπομονετικά, καθαρά και αποφασιστικά να εξηγήσει στον κόσμο πως η συντηρητική δεξιά από την ίδια της τη φύση δεν μπορεί να εκπληρώσει τις υποσχέσεις της για εξημέρωση του καπιταλισμού, και πως μόνο μια πλατιά αντικαπιταλιστική συμμαχία των λαϊκών στρωμάτων μπορεί να σταματήσει τα επερχόμενα κύματα απαλλοτριωτικής συσσώρευσης.

Στα ερχόμενα χρόνια η πολιτική σύγκρουση δεν θα διεξάγεται αναγκαστικά μέσα στο πλαίσιο που εξασφάλισαν οι παλιότερες δημοκρατικές κατακτήσεις του λαού, ενώ οι συνθήκες ζωής του πολύ κόσμου θα χειροτερεύουν. Τα συνδικάτα και οι πολιτικές μας οργανώσεις πρέπει να δώσουν στρατηγική προτεραιότητα στη δημιουργία κινημάτων λαϊκής αυτοοργάνωσης και αλληλεγγύης, έτσι ώστε να κινητοποιηθούν τα φτωχότερα στρώματα αλλά πρώτα πρώτα να βοηθηθούν να καλύψουν τις άμεσες ανάγκες τους, να κάνουμε δηλαδή αυτό που η ίδια η ζωή επιτάσσει να γίνει αλλ’ αρνείται να το κάνει το κράτος. Καθώς οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί εξασθενούν στην τρέχουσα μορφή διακυβέρνησης, το κοινοβούλιο, ενώ παραμένει σημαντικό, δεν μπορεί να είναι το κύριο πεδίο διεκδίκησης για την ευρωπαϊκή αριστερά. Στην Ελλάδα επείγει επίσης να επεξεργαστούμε μια ολοκληρωμένη πολιτική ρήξης με την υποτέλεια στις ΗΠΑ και στους υπερεθνικούς θεσμούς που ακυρώνουν εξ ορισμού τη δημοκρατική κυριαρχία όπως είναι το ΝΑΤΟ και η ΕΕ. Αν η οργανωμένη αριστερά αποτύχει ν’ απαντήσει σ’ αυτές τις προκλήσεις που επιβάλλει η ίδια η πραγματικότητα, το πιθανότερο είναι ν’ απομονωθεί από τις πραγματικές μέριμνες του λαού κι ενδεχομένως να εξαφανιστεί, όπως συμβαίνει δεκαετίες στις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες που, έχοντας πέσει στα χέρια ντόπιων και ξένων ολιγαρχών, μαστίζονται επί δεκαετίες από την απαλλοτριωτική συσσώρευση. Στο δρόμο που πήρε η Ουκρανία εδώ και τριάντα χρόνια, η Ελλάδα ήδη βρίσκεται δώδεκα. Πρέπει να κάνουμε το παν ώστε ν’ αλλάξει δρόμο.

radikal.gr

[29] Βλ. την αρχική του επιχειρηματολογία στο Immanuel Wallerstein, “The Collapse Of Liberalism”, The Socialist Register [1992], σ. 96-110, καθώς και μια πιο οργανωμένη παρουσίαση στο Immanuel Wallerstein, After Liberalism, The New Press, ΝέαΥόρκη 1995.

[30] Όσον αφορά την προβληματική αναλυτική έννοια του λαϊκισμού, βλEmmanuel Todd, Les luttes de classes en France au xxie siècle, avec la collaboration de Baptiste Touverey, Éditions du Seuil, Paris 2020, Μέρος II.

[31] Corey Robin, The Reactionary Mind. Conservatism from Edmund Burke to Donald Trump, Oxford University Press,  NέαΥόρκη 2018 [2011], σ.xi.

[32] Αυτό το φαινόμενο στη Γαλλία εξετάζει σε πολλά έργα του ο Εμμανουέλ Τοντ, καθώς και στο τελευταίο του: Emmanuel Todd, Les luttes de classes en France au xxie siècle, avec la collaboration de Baptiste Touverey, Éditions du Seuil, Παρίσι 2020.

[32α] Σπύρος Μαρκέτος, “Αλέξης Τσίπρας. Βουτυρομπεμπές ή βασανιστής; Μακντόναλντ ή Μουσσολινι;”,  Info-war, 20 Σεπτέμβρη 2015,  στο https://bit.ly/3Cycg2V . Αναλυτικότερα στο Σπύρος Μαρκέτος, “Αντινομίες της δίκαιης ανάπτυξης”, στο  Λεωνίδας Βατικιώτης (επιμ.), Έξοδος αδιέξοδος. Η κληρονομιά των μνημονίων και οι ανοιχτοί λογαριασμοί, Τόπος, Αθήνα 2018, σ.57-99, διαθέσιμο στο https://bit.ly/3ksXGQ1 .

[32β] Για την αναλυτική έννοια της χρηματοπιστωτικής απαλλοτρίωσης βλ. Costas Lapavitsas, “Financialised Capitalism. Crisis and Financial Expropriation”, Historical Materialism 17 [2009], σ.114–148.

[33] Το στοιχείο του αυταρχισμού στους πολιτικούς χώρους που χαρακτηρίζει ως άκρα αριστερά και άκρα δεξιά τονίζει ο Μπόμπιο: N. Bobbio, Left and Right…, ό.π., σ.72επ.

[34] Μια μη μαρξιστική ανάλυση, από τη σκοπιά της αριστεράς, για το χρέος ως εργαλείο ηγεμονίας έχουμε στο Michael Hudson, The Bubble and Beyond. Fictitious Capital, Debt Deflation and Global Crisis, ISLET-Verlag, Δρέσδη 2012. Βλ. επίσης την ιστορία των προσπαθειών για διαγραφή του χρέους, από τον καιρό της αρχαιότητας, στο MichaelHudson, … andForgiveThemTheirDebts. Lending, Foreclosure and Redemption from Bronze Age Finance to the Jubilee Year, ISLET-Verlag, Δρέσδη 2018. Μια τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία υπέρ της διαγραφής του δημόσιου χρέους, πιο επίκαιρη σήμερα παρά ποτέ, βλ. Επιτροπή Αλήθειας Δημοσίου Χρέους, Προκαταρκτική Έκθεση, Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα, Ιούνιος 2015.

[35] Emmanuel Todd, Les luttes de classes en France au xxie siècle, ό.π., Κεφάλαιο 2.

[36] Immanuel Wallerstein, The Modern World-System, τ.IV. Centrist Liberalism Triumphant, 1789-1914, University of California Press, Μπέρκλεϋ 2011.

Η αριστερά και η επιστροφή του κράτους – Ι

Μοιραστείτε το άρθρο