Ιστορία της Εναλλακτικής Παρέμβασης Δικηγόρων Αθήνας: 1993-1996

Συνεχίζεται (4ο συνολικά μέρος) η αναφορά στην ιστορία της Εναλλακτικής Παρέμβασης Δικηγόρων Αθήνας, δηλαδή στην ιστορία της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς των δικηγόρων. Έχουν προηγηθεί δύο σημειώματα : 1) Η ιστορία της Εναλλακτικής Παρέμβασης Δικηγόρων Αθήνας – μέρος 1ο Προϊστορία 1 : Τα πέτρινα και ηρωικά χρόνια (1984 – 1987) 2) Η ιστορία της Εναλλακτικής Παρέμβασης Δικηγόρων Αθήνας, μέρος 1ο, Προϊστορία 2 : Από την αγνότητα στον οπορτουνισμό (1987 – 1990) και 3) Ιστορία 1 : Από την καταφρόνια μια καινούργια αρχή.

«ΜΕΓΑΛΑ ΚΑΡΑΒΙΑ, ΜΕΓΑΛΕΣ ΦΟΥΡΤΟΥΝΕΣ…»

Η τριετία 1990-1993 ήταν μία τριετία συντριπτικών αλλαγών σε παγκόσμιο και ελληνικό επίπεδο. Η διάλυση της Ε.Σ.Σ.Δ. και η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, η εγκαθίδρυση της νέας τάξης πραγμάτων, ο πρώτος πόλεμος στον περσικό κόλπο (1991) και η εμφάνιση και ισχυροποίηση του φονταμενταλισμού κυριαρχούσαν, ενώ καινούργιες θεωρίες για την αιωνιότητα της νέας κατάστασης, το τέλος της εργατικής τάξης και την αναντίρρητη κυριαρχία του καπιταλισμού άρχισαν να εμφανίζονται ως απότοκο της κρίσης της Αριστεράς, που έβλεπε να διαλύεται και τυπικά ένα μοντέλο κοινωνικού συστήματος – πεδίου αναφοράς που είχε οικοδομηθεί τον προηγούμενο αιώνα. Ο νεοφιλελευθερισμός ενισχυόταν παντού ως τρόπος διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας, ενώ δημιουργούνταν όροι διευρυμένης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης μετά την ενοποίηση των κοινωνικών συστημάτων και την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Στην Ελλάδα, οι εξελίξεις βάδιζαν λίγο πιο αργά και, φαινομενικά, προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το συσπειρωμένο ΠΑΣΟΚ του αθωωθέντος, έστω και οριακά, από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο Ανδρέα Παπανδρέου επιχειρούσε να τεθεί και πάλι επικεφαλής μιας κινηματικής πλημμυρίδας της περιόδου εκείνης (αγώνες ΕΑΣ, κλωστοϋφαντουργών, συμβασιούχων Δημοσίου, εκπαιδευτικών, δικηγόρων κλπ) και να πάρει την ρεβάνς από Δεξιά και Αριστερά, ερχόμενο και πάλι στην εξουσία. Η Ν.Δ., που κυβερνούσε οριακά με την ψήφο Κατσίκη, διαλυόταν τόσο από τις κινηματικές πιέσεις, όσο και από τις εσωτερικές της αντιθέσεις, την μάχη των «δελφίνων» για την διαδοχή του Μητσοτάκη, αλλά και την πίεση της ακροδεξιάς με την εμφάνιση του Μακεδονικού, ο τρόπος διαχείρισης του οποίου δημιούργησε ένα ισχυρό εθνικιστικό μπλοκ τα χρόνια εκείνα, έφερε άλλη μια φορά την Αριστερά στην θέση του απολογητή για «εθνικές μειοδοσίες» του παρελθόντος και δημιούργησε ένα παράλογο εθνικιστικό αίτημα που εξακολουθεί μέχρι σήμερα, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο έντονα, να επηρεάζει την πολιτική και κοινωνική συμπεριφορά των νεοελλήνων.
Στον χώρο της ελληνικής Αριστεράς, η ενότητα ανάμεσα στους δύο βασικότερους πόλους της, προϊόν ομόφωνης πρόθεσης της οποίας ήταν η συγκυβέρνηση με την Ν.Δ., αποτελούσε οριστικά παρελθόν, καθώς στο 13ο Συνέδριο του Κ.Κ.Ε. το κόμμα διασπάστηκε με τις δυνάμεις του Περισσού να συγκρατούν οριακά την πλειοψηφία, να κρατούν σφραγίδες και σύμβολα και να δίνουν την μάχη της επιβίωσης σε έναν κόσμο που κυριολεκτικά γύρω τους χανόταν. Και το πέτυχαν παρότι η συντριπτική πλειοψηφία όμως των στελεχών μεταπήδησε στον Συνασπισμό και πολλοί από αυτούς, με την πάροδο του χρόνου, αρκετά δεξιότερα.
Στον δικηγορικό χώρο, η πλημμυρίδα των εξελίξεων αυτών συνδυάστηκε με μια παρατεταμένη ριζοσπαστική κινηματική δραστηριότητα, πρωτόγνωρη για το χώρο, αφού πρώτη φορά βρέθηκε να απεργεί για έξι μήνες (Σεπτέμβριος 1992 – Μάρτιος 1993) για την κατάργηση του ασφαλιστικού νόμου Σιούφα, καθώς και διαφόρων αυταρχικών νομοθετημάτων που περιόριζαν δικαιώματα και ελευθερίες. Στο εσωτερικό επίπεδο, η ριζοσπαστική δράση της Ένωσης Ασκουμένων και Νέων Δικηγόρων, που είχε μόλις επανασυσταθεί (βλ. και προηγούμενο σημείωμα), και είχε κατακτήσει για πρώτη φορά απόφαση του ΔΣ του ΔΣΑ με την οποία όριζε ελάχιστα υποχρεωτικά όρια αμοιβών για έμμισθους συνεργάτες, δικηγόρους και ασκουμένους πρωτοστατούσε στην αποχή και συνέβαλλε με την δυναμική της παρουσία στην στάση του Δ.Σ.Α. με την σωστή πλευρά της ιστορίας.

 

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 1/2/1993

Η ριζοσπαστικοποίηση αυτή δεν άφησε ανεπηρέαστη τη δικηγορία και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, καθώς και στη Θεσσαλονίκη δημιουργήθηκε η αντίστοιχη με την Εναλλακτική Παρέμβαση Δικηγόρων Αθήνας Πρωτοβουλία Δικηγόρων Θεσσαλονίκης, ενώ έγιναν και αρκετές προσπάθειες συσπείρωσης συνδικαλιστών δικηγόρων και από άλλες πόλεις.

 

Όπως σημείωνε η Εναλλακτική Παρέμβαση στο τετρασέλιδο «Η ανατομία μιας απεργίας: δρομείς μεγάλων αποστάσεων» που εξέδωσε στις 05.02.1993, αυτή η τρίτη εναλλακτική στρατηγική που περιέγραφε το φυλλάδιο αυτό, καλούσε όμως την παράταξη σε ένα αναβαθμισμένο, αποπεριθωριοποιημένο ρόλο, έναν ρόλο πρωταγωνιστή και όχι απλώς κομπάρσου καταγραφής στην συνδικαλιστική σκηνή. Και φαίνεται ότι το δικαιούταν. Η πολύμηνη αποχή και οι Γενικές Συνελεύσεις είχαν αναδείξει την Τασία Χριστοδουλοπούλου ως κυρίαρχη προσωπικότητα στον χώρο του δικηγορικού συνδικαλισμού, με καθολική αποδοχή απ’ όλες τις παρατάξεις και στους χώρους, όχι βέβαια σε τέτοιο σημείο που να μπορεί να ανταγωνίζεται τον αναμφισβήτητα ανερχόμενο διάδοχο του Σωτήρη Πολύδωρα στην προεδρία του ΔΣΑ, Τάκη Παππά, που εξέφραζε πίσω του ένα ορμητικό ΠΑΣΟΚ, έχοντας με το μέρος του και με τις δικές του προσωπικές περγαμηνές, τις αγωνιστικές παραδόσεις του σώματος και των προηγούμενων δεκαετιών, αλλά σίγουρα οι απαιτήσεις των καιρών ήταν για κάτι περισσότερο από μια εκλογική καταγραφή διαμαρτυρίας μιας παράταξης χωρίς υποψήφιο Πρόεδρο.

Εκ των πραγμάτων, από το τέλος του 1992 ενόψει των εκλογών του Μαρτίου 1993, και με δεδομένο ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του δικηγορικού κώδικα που ίσχυε μέχρι και το 2014, ημερομηνίας λήξης προθεσμίας υποβολής υποψηφιοτήτων ήταν η 31 Ιανουαρίου του έτους διενέργειας των εκλογών, ξεκίνησε μια μεγάλη συζήτηση για τον αν η παράταξη πρέπει να κατεβεί με υποψήφιο Πρόεδρο, ιδιότητα για την οποία δεν ακουγόταν άλλο όνομα εκτός από εκείνο της Τασίας Χριστοδουλοπούλου, η εμβέλεια της οποία ήταν και ο μοναδικός παράγοντας που είχε προκαλέσει τη συζήτηση αυτή.
Η παράταξη διχάστηκε. Μια μεγάλη μερίδα της, με βασικούς εκπροσώπους τους προηγούμενους κατ’ εναλλαγή συμβούλους, Γιώργο Παριανό και Μανώλη Κοκκινάκη, διαφώνησε ανεπιφύλακτα, προβάλλοντας ότι η κάθοδος με υποψήφιο Πρόεδρο αντίκειται στις αρχές της παράταξης που συγκροτήθηκε πριν από τρία χρόνια και συμμετείχε στις εκλογές 1990 χωρίς υποψήφιο πρόεδρο, καταγγέλλοντας τον προεδροκεντρικό συνδικαλισμό, και σηματοδοτεί εγκατάλειψη των αρχών της. Η απάντηση των υποστηρικτών της αντίθετης άποψης ήταν ότι η αντίθεση στον προεδροκεντρικό συνδικαλισμό παραμένει, αλλά, εφόσον οι εκλογές διεξάγονται με το σύστημα αυτό, αποτελεί ζήτημα τακτικής και όχι αρχής το εάν η παράταξη θα κατέβει με ή χωρίς υποψήφιο πρόεδρο την κάθε δεδομένη φορά. Όπως πάντα, πίσω από τις δηλούμενες διαφωνίες υποκρύπονται και άλλων ειδών μη εκφραζόμενες ανασφάλειες, αγωνίες, αντιθέσεις, διαφωνίες κλπ. Η αλήθεια είναι ότι δεν εκπορεύθηκαν από κομματικά γραφεία ή οποιαδήποτε άλλα επιτελεία εκτός παράταξης. Αντανακλούσαν αυθεντικά τις απόψεις και προθέσεις των πόλων της σύγκρουσης αυτής, πλην όμως ήταν τόσο ισχυρές, που παρά την διενέργεια ίσως και δεκάδων συνελεύσεων της Εναλλακτικής Παρέμβασης, δεν απέφεραν την πολυπόθητη σύνθεση. Αποκορύφωμα ήταν η διαρκής τελευταία δακρύβρεχτη κυριολεκτικά συνεδρίαση της Κυριακής 31/01/1993 από το μεσημέρι στα τότε γραφεία (Χαλκοκονδύλη 9) της Εφημερίδας «Εποχή» (η οποία πρόθυμα φιλοξενούσε την παράταξη αυτή από τα πρώτα της βήματα μέχρι και το 2000 στα εκάστοτε γραφεία της), όπου με οριακή πλειοψηφία μίας ψήφου αποφασίστηκε, γύρω στις 23:00 το βράδυ η συμμετοχή στις εκλογές με υποψήφια Πρόεδρο την Τασία, και τρέχοντας πήγαμε όλοι στα γραφεία του Δ.Σ.Α. για να προλάβουμε, πριν κλείσουν τα μεσάνυχτα, και να καταθέσουμε το ψηφοδέλτιο. Συνδικαλιστές και υπάλληλοι, ενημερωμένοι για τις εξελίξεις, είχαν βγει στον δρόμο και μας περίμεναν για να δουν αν τελικά θα προλάβουμε να κατέβουμε στις εκλογές. Οι μειοψηφήσαντες δήλωσαν ότι δεν πρόκειται να μας ψηφίσουν και κυκλοφόρησαν ένα κείμενο 12 μελών της Εναλλακτικής Παρέμβασης το οποίο κατήγγειλε την εκλογική κάθοδο και διαφοροποιούσε επισήμως την θέση του. Μεταξύ αυτών, οι Παριανός, Κοκκινάκης, Μπελαντής, Ραχιώτης κλπ.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, πρόωρα διχασμένοι πολιτικά και θυμικά πήγαμε στις εκλογές.

Από το προεκλογικό φυλλάδιο της Εναλλακτικής Παρέμβασης 1993

Όμως τα αποτελέσματα των εκλογών δικαίωσαν το εγχείρημα.
Η Αναστασία Χριστοδουλοπούλου πήρε 624 ψήφους (5,58%), έκτη μεταξύ των υποψηφίων Προέδρων. Το ψηφοδέλτιο της παράταξης πήρε ακόμα περισσότερες ψήφους, 648 (5,74%), διαψεύδοντας εκείνους οι οποίοι κινδυνολογούσαν ότι η συμμετοχή της Τασίας Χριστοδουλοπούλου σε χωριστή κάλπη θα εξαντλήσει την εκλογική προτίμηση των ψηφοφόρων στο πρόσωπο της και θα στερήσει την παράταξη από δυνάμεις. Αλλά το χειρότερο ήταν ότι η παράταξη, παρά την εκτόξευση από 427 ψήφους το 1990 σε 648, για 40 μόλις ψήφους (που φυσικά θα τις είχε με το παραπάνω αν δεν υπήρχε η διάσπαση και η αποδοκιμασία της απ’ όσους διαφώνησαν με την προεδρική συμμετοχή), έχασε την 2η έδρα (την πήρε ο ακροδεξιός Κρέστος), πράγμα που θα της άνοιγε από πολύ νωρίς την προοπτική να πρωταγωνιστήσει και εκλογικά -θεσμικά στις εξελίξεις του ΔΣΑ.
Στο συνολικό επίπεδο των εκλογικών αποτελεσμάτων, ο Τάκης Παππάς με 2.531 ψήφους πέρασε το 20% (22,65%), πλησιάζοντας από τον α’ γύρο αισθητά τον υποψήφιο της Δεξιάς, Σωτήρη Πολύδωρα, που με 2.999 και με ποσοστό 26,83% δεν μπόρεσε να αναπτύξει δυναμική, σε αντίθεση με τον αντίπαλο του, Τάκη Παππά, που τον νίκησε κατά κράτος στις επαναληπτικές εκλογές, 7 και 8 Μαρτίου 1993, όπου ο Τάκης Παππάς εκλέχθηκε Πρόεδρος παίρνοντας 5.834 ψήφους (52,54%) και ο Σωτήρης Πολύδωρας 5.179 ψήφους (47,46%). Στο χώρο των υπόλοιπων δυνάμεων της δικηγορικής Αριστεράς, ΚΚΕ και Συνασπισμός επανακτούσαν την αυτοτέλεια τους, με τον Συνασπισμό να υπερέχει πολλαπλάσια, καθώς όλα τα γνωστά συνδικαλιστικά στελέχη του ΚΚΕ αποχώρησαν και προσχώρησαν σε αυτόν, με αποτέλεσμα την δημιουργία μιας μεγάλης παράταξης outsider από τον Αντώνη Ρουπακιώτη πολλά υποσχόμενης ως συστημικής εφεδρείας για το μέλλον και μιας παράταξης με στόχο τον αγώνα της εκλογικής επιβίωσης υπό τον Γιάννη Γουσέτη.
Στην Εναλλακτική Παρέμβαση εκλέχθηκε σύμβουλος φυσικά η Τασία Χριστοδουλοπούλου (που είχε δηλώσει, μαζί και με την παράταξη δημόσια, ότι θα τηρήσει την αρχή της εναλλαγής, παρότι υποψήφια πρόεδρος, όπως και πράγματι έγινε) και πρώτη σε σταυρούς η Ιωάννα Κούρτοβικ (305) και δεύτερη η Μαυρομάτη Αντιγόνη (265), η οποία δεν ήταν μέλος της παράταξης, αλλά συνεργαζόμενη ύστερα από πρόταση της Τασίας Χριστοδουλοπούλου, στην οποία οφείλει και σε μεγάλο βαθμό την εκλογική της επίδοση. Αισθητή και η ψηλή κατάταξη του επανακάμψαντος Κώστα Διάκου και των προσώπων που προέρχονταν από τους νέους δικηγόρους στο ψηφοδέλτιο και έμελλαν να πρωταγωνιστήσουν τα επόμενα χρόνια, μετά την αποχώρηση των παλιότερων.

Λίγους μήνες μετά (Οκτώβριος 1993), το ΠΑΣΟΚ, με τον Ανδρέα Παπανδρέου αθώο, θεραπευμένο και επίσημα στο πλευρό της Δήμητρας Λιάνη, έπαιρνε την ρεβάνς και επανερχόταν στην κυβέρνηση. Τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ από το πρόσωπο του κοινωνικού αγωνιστή ξαναβρήκαν αμέσως το γνώριμο χαρακτηριστικό του ανθρώπου της εξουσίας που για λίγα χρόνια είχαν χάσει και πολύ γρήγορα αυτό συνταυτίστηκε με την κυβερνητική πολιτική.
Η αλήθεια είναι ότι, στο θεσμικό επίπεδο, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, με Υπουργό Δικαιοσύνης τον Γιώργο Κουβελάκη, έναν από τους αξιολογότερους ανθρώπους που πέρασαν από αυτό το Υπουργείο, μεταξύ πολλών άλλων κατάργησε τα αντιδραστικά νομοθετήματα του Μητσοτάκη (ν. 1941/1991), κατάργησε και δια νόμου τη θανατική ποινή και παρέγραψε τα αδικήματα διά του τύπου που είχαν πλημμυρίσει τις δικαστικές αίθουσες τα προηγούμενα χρόνια και αποτέλεσαν μέσο πολιτικών διώξεων και θεσμοθέτησε προθεσμία έκδοσης αστικών αποφάσεων, ενώ σύντομα η μεταρρυθμιστική του προσπάθεια τον έφερε αντιμέτωπο με τα κυκλώματα των φυλακών και οδήγησε στην παραίτησή του.
Όμως, στο επίπεδο της οικονομικής πολιτικής, το φορολογικό νομοσχέδιο του ΠΑΣΟΚ προσέθετε, σε συνδυασμό με το ασφαλιστικό, μια ακόμα μέγγενη για την αύξηση του κόστους της μαχόμενης δικηγορίας που, σε συνδυασμό με την αφαίμαξη της δικηγορικής ύλης, που αθόρυβα προχωρούσε για να γενικευθεί τα επόμενα χρόνια, έδειχναν να συμβάλλουν στον αφανισμό της. Το ΠΑΣΟΚ απέναντι στους δικηγόρους αντί να καταργήσει τον ασφαλιστικό νόμο του Σιούφα, όπως είχε επανειλημμένα υποσχεθεί την περίοδο της μεγάλης απεργίας, δημιούργησε πρόσθετα βάρη στους δικηγόρους, θεσπίζοντας ένα διεστραμμένο φορολογικό σύστημα, αυτό των «αντικειμενικών κριτηρίων», σύμφωνα με το οποίο προσδιοριζόταν τεκμαρτό εισόδημα 1.800.000 δρχ ετησίως, αποτιμώντας το στην αμοιβή 30 παραστάσεων τον χρόνο, σε αυτό προσέθετε την μισθωτική αξία του γραφείου, την οποία προσδιόριζε σε 600.000,00 δραχμές, και κατ’ αυτόν τον τρόπο προσδιόριζε το τεκμαρτό εισόδημα σε 2.400.000,00 δραχμές, επί του οποίου επέβαλλε φόρο 15%. Και βέβαια στην ουσία μας επέβαλλε να εισπράττουμε αμοιβή 80.000 δρχ και πάνω για κάθε παράσταση που αντιστοιχούσε σε γραμμάτιο για να «πιάσουμε» το τεκμήριο.
Παρά την διαφοροποίηση των συσχετισμών στον Δ.Σ..Α, ξέσπασε μια νέα μεγάλη απεργία, υποστηριζόμενη αυτήν την φορά από διαφορετικές δυνάμεις και κυρίως «από τα κάτω», αφού το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία είχαν εναλλαγεί στους ρόλους κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Αλλά ούτε και από την Αριστερά δεν υπήρξε συντεταγμένη υποστήριξη της αποχής, γιατί καμιά από τις δυνάμεις της δεν ήθελε να ξεφύγει η αποχή και να αποτελέσει αντικείμενο ελέγχου από τις γενικές συνελεύσεις. Όποτε όμως αυτές συγκαλούνταν, το σώμα είχε διαφορετική άποψη, αναδείκνυε εκ των ενόντων τις ηγετικές του μορφές, σε μια οριζόντια αντίθεση με τις επίσημες ηγεσίες τους, και αποτέλεσμα ήταν η περίοδος Φεβρουαρίου – Σεπτεμβρίου 1994 να είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος της περίοδος νέας γενικής αποχής των δικηγόρων ενάντια στο φορολογικό νομοσχέδιο τόσο στην Αθήνα, όσο και στην περιφέρεια. Αλλά η αποχή αυτή δεν έφερε αποτέλεσμα. Επιλογή των κυρίαρχων δυνάμεων στο Δ.Σ. του Δ.Σ.Α. ήταν να κρατήσουν υπό έλεγχο την κατάσταση και να προσπαθούν με παραγοντίστικες παρεμβάσεις να εξισορροπήσουν τις αντιθέσεις ανάμεσα στο σώμα και στην κυβέρνηση. Το πέτυχαν αφού σταδιακά προστέθηκε ο παράγοντας της κούρασης και της οικονομικής εξάντλησης των απεργών μαχόμενων δικηγόρων που για πολλά χρόνια, είναι η αλήθεια, στήριξαν με όλες τους τις δυνάμεις την αποχή, αποκλείοντας κάθε δυνατότητα βιοπορισμού τους, ενώ και στο εσωτερικό επίπεδο άρχισε να αντανακλάται ένα γενικότερο κύμα απογοήτευσης που διαχεόταν στην κοινωνία τα χρόνια εκείνα και οδηγούσε αργότερα στην μικροαστικοποίηση και στην ενσωμάτωση
Μετά το φθινόπωρο 1994 οι απεργιακές κινητοποιήσεις σταμάτησαν, ενώ και η ριζοσπαστικοποίηση της Ένωσης Ασκουμένων και Νέων Δικηγόρων είχε φθάσει στο τέρμα της, αφού η υπέρμετρη μαζικοποίηση της μπόρεσε, επιδίωξε και πέτυχε την εγγραφή εκατοντάδων μελών προερχόμενων από την ΔΑΠ και την ΠΑΣΠ, οι οποίες πολύ εύκολα πήραν τον έλεγχο της και την πλειοψηφία στο ΔΣ της, έτσι που μετά την χρονιά εκείνη δεν υπήρχε εκπρόσωπος της Αριστεράς και ιδίως της Εναλλακτικής Παρέμβασης, παρότι λίγα μόλις χρόνια πριν έβγαζε με άνεση τρεις έδρες και είχε πάρει ακόμα και την Προεδρεία της. Στο εσωτερικό της Εναλλακτικής Παρέμβασης, ο διχασμός πολλαπλασιάστηκε, καθώς πέρα από όσους είχαν αποχωρήσει το 1993, εμφανίστηκαν και διαφωνίες και δυσαρέσκειες ανάμεσα στους εκπροσώπους του ΔΣ και άλλα μέλη της παράταξης. Το κλίμα χάλασε, η λειτουργία υποβαθμίστηκε, όλα τα παλιά στελέχη «αποχώρησαν καταγγέλλοντας» για διάφορους λόγους και όλα έδειχναν ότι η παράταξη οδεύει για διάλυση, ιδίως από το 1995 και μετά.
Αλλά η ιστορία διέψευσε τις Κασσάνδρες.
Η συνέχεια στο επόμενο.

Αθήνα, 01/06/2022
Κώστας Παπαδάκης.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ : Το κείμενο που ακολουθεί είναι μια χειρόγραφη (εκείνη την εποχή δεν είχαμε ακόμα γενικευμένη χρήση Η/Υ και όσοι είχαμε ευανάγνωστη γραφή συνηθίζαμε τα χειρόγραφα κείμενα, ακόμα και δικόγραφα και φωτοτυπίες τους) εισήγησή μου στην παράταξη τον Δεκέμβρη 1993. Αν και αφορμή της ήταν το τότε φορολογικό αναδεικνύει σειρά ζητημάτων συνδικαλιστικού προσανατολισμού εφ όλης της ύλης, που λίγο πολύ τα επόμενα χρόνια αποτέλεσαν θέσεις μας.
Μακάρι να είχαν εισακουσθεί.

 

 

Ιστορία της Εναλλακτικής Παρέμβασης Δικηγόρων Αθήνας – ΜΕΡΟΣ 2ο

Η ιστορία της Εναλλακτικής Παρέμβασης Δικηγόρων Αθήνας

Μοιραστείτε το άρθρο