Το κόκκινο καπέλο

Ο Paul Gauguin δεν τρελαινόταν να ζωγραφίζει νεκρές φύσεις. Όταν το έκανε, συνήθως πειραματιζόταν με την τεχνική εκτέλεσης του έργου. Κάποια στιγμή, όταν γνώρισε το έργο του Vincent van Gogh, εντυπωσιάστηκε τόσο που έγινε φίλος του αλλά και μιμητής του. Ήθελε να δει αν μπορούσε να κάνει τους πίνακές του να δονούνται με τον τρόπο του van Gogh. Ένα πρωινό, φαντάζομαι πριν πάει στην Αρλ για να συγκατοικήσει με τον Vincent, ο ήλιος που έκανε την είσοδό του από το παράθυρο ακτινοβολούσε πάνω στο τραπέζι. Το τραπέζι ήταν καλυμμένο με ένα κάτασπρο τραπεζομάντηλο. Πάνω ήταν πεταμένο το κόκκινο καπέλο του, έμεινε να το παρατηρεί προσπαθώντας να καταλάβει τι είναι αυτό που βλέπει.

Πολλές φορές το μυαλό βλέπει τον κόσμο και τον μεταφράζει με τον δικό του τρόπο. Αυτό γίνεται γιατί αφήνει τη φαντασία να κάνει κουμάντο.

Έτσι και ο Paul έμεινε άφωνος, ξύνοντας το αξύριστο πιγούνι του. Αντί να σκεφτεί ότι θέλει ξύρισμα, αναρωτήθηκε αν ονειρεύεται, γιατί μπροστά του είχε μια γιγάντια παπαρούνα, έτοιμη να τον ρουφήξει.

Είτε ονειρευόταν είτε όχι, αποφάσισε να το καταγράψει.

Σηκώθηκε, αμέσως έστησε στο καβαλέτο έναν καμβά και άρχισε δειλά δειλά να τραβά τις πρώτες αχνές γραμμές του περιγράμματος. Τότε συνειδητοποίησε ότι κάτι έλειπε, το θέμα του ήταν πολύ φτωχό και ανισόρροπο. Γύρισε το βλέμμα του στο δωμάτιο ψάχνοντας να βρει κάτι που να συμπληρώνει το θέμα και να του δίνει μια άλλη ισορροπία. Όλα έπρεπε να γίνουν πάρα πολύ γρήγορα, το φως σύντομα θα έφευγε.

Αυτή είναι η μοίρα του, να παίζει κυνηγητό με το σκοτάδι.

Στο νεροχύτη ήταν αφημένα πέντε ροδάκινα, άπλωσε τα χέρια του και πήρε τρία, τα πέντε θα μπούκωναν την εικόνα – αυτός είναι ο καλλιτέχνης και ξέρει καλύτερα από εμάς που τον παρακολουθούμε από μια φανταστική κλειδαρότρυπα…

Πήρε τα ροδάκινα, τα τοποθέτησε μπροστά από το καπέλο και άρχισε να δουλεύει γρήγορα. Πρώτα έκανε το περίγραμμα του μπορ, μαύρο που κοκκινίζει βαθιά από ντροπή. Το δούλεψε έτσι ώστε οι γραμμές του χρώματος να συγκλίνουν στο ιδεατό κέντρο, το κάλυμμα του καπέλου. Το κάλυμμα το ζωγράφισε με διαφορετική λογική. Το πάνω μέρος, με πυκνές μαύρες, καφέ και πράσινες πινελιές ανάμικτες με σκούρο πράσινο που καταλήγει στο μαύρο. Το κάτω μέρος, λίγο μεγαλύτερο, το χώρισε σε δύο μέρη, αλλά οι γραμμές διαγράφουν ελλειπτικές διαδρομές που αγκάλιαζαν τις σχεδόν κάθετες πινελιές που χρωμάτιζαν το επάνω σκοτεινό μέρος. Οι αποχρώσεις ξεκινούσαν από το σκούρο καφέ του χώματος του δάσους και τελείωναν στο ανοιχτό καφέ της άμμου της παραλίας, διαχωρίζονταν από μια παχιά λευκή κάθετη πινελιά, που με τη σειρά της συνέκλινε προς το ιδεατό κέντρο. Το ιδεατό κέντρο, που αποτελούσε το πάνω κομμάτι του καλύμματος, ήταν εκ πρώτης όψεως μαύρο. Το πιο σκοτεινό σημείο όλου του καπέλου, καθότι δεν το βλέπει ο ήλιος, αποτελεί μια σκοτεινή χώρα στην οποία ζουν χρωματιστά μαντήλια και κουνέλια, αλλά και άλλα περίεργα πλάσματα της φαντασίας μας. Στο συγκεκριμένο κομμάτι πάντως ο Paul δημιουργεί ένα δικό του περίεργο ον που μοιάζει με πρόσωπο, που δηλώνει ότι πεινάει και ετοιμάζεται να χάψει αχόρταγα οποιοδήποτε κεφάλι μπει στο κάλυμμα.

Σκεφτόμουν ότι έβλεπα ένα καπέλο που είναι παπαρούνα αλλά και μαυροκόκκινη τρύπα που ρουφάει αχόρταγα τα πάντα γύρω της, κυρίως κεφάλια ανύποπτων χρηστών. Προσπαθούσα να καταλάβω τι μπορεί να ρουφάει το πλάσμα και πώς ο χρήστης μπορεί να συμφιλιωθεί μαζί του. Αν χρειάζεται να συμφιλιωθεί. Ή απλά αν σταματήσει να το χρησιμοποιεί σαν και του λόγου μου.

Έχοντας αυτή την απορία μέσα μου, έκανα κάτι που είναι ασυνήθιστο για τον σημερινό –πολιτικά ορθό– τρόπο σκέψης. Αποφάσισα ν’ αφήσω ελεύθερη τη φαντασία μου να γίνει μέντιουμ. Μην ταράζεστε, μέχρι και σήμερα υπάρχουν ανθρώπινες φυλές στις παρυφές του νεοτερικού κόσμου μας που πιστεύουν σε διάφορα πνεύματα και ξωτικές οντότητες που κυβερνούν τον βίο των ανθρώπων, όπως φυλές Ινδιάνων στον Αμαζόνιο, οι οποίες προσεύχονται και ευχαριστούν το πνεύμα του δέντρου πριν το κόψουν για να ανάψουν φωτιά και να μαγειρέψουν την τροφή τους, ή υπηρεσίες –κυρίως ταχυδρομικές– που πιστεύουν στον Άγιο Βασίλη και στήνουν γραμματοκιβώτια μόνο γι’ αυτόν.

Εγώ λοιπόν, πιστεύοντας ότι όλοι είμαστε πληροφορία που ρέει στο σύμπαν, και όπως ορθά διαπιστώνει ο σ. Ηράκλειτος «είμαστε πάντα καινούργιοι», υποστηρίζω ότι τίποτα δεν χάνεται στο αέναο ταξίδι της συγκεκριμένης πληροφορίας στο συγκεκριμένο σύμπαν. Είναι εκεί, φτάνει να μπορείς να την προσεγγίσεις.

Κι εδώ είναι που χρειάζεσαι τη βοήθεια της φαντασίας, να λευτερώσει το μυαλό από τη σκέψη, που το δεσμεύει σε μια μορφή λειτουργίας η οποία περιγράφεται από την εξίσωση: εγώ που σκέφτομαι = εγώ είμαι που υπάρχω. Όταν το κατορθώσεις, βγάζοντας από την εξίσωση το εγώ που πρόσθεσε ο καπιταλισμός, τότε συνειδητοποιείς ότι αποτελείς μέρος μιας τεράστιας σειράς εγώ, που προηγούνται και θέλω να πιστεύω έπονται, δημιουργώντας το ον, άνθρωπος-αιώνιος.

Ο άνθρωπος-αιώνιος δεν έχει φύλο, φυλή, θρησκεία, περιουσία, ομορφιά ή ασχήμια, είναι απλά αέναη πληροφορία διαμορφωμένη να ρέει σε ένα τρισδιάστατο περιβάλλον. Έκλεισα τα μάτια και τ’ αυτιά και απομόνωσα τον εαυτό μου από εξωτερικά ερεθίσματα. Την ώρα που χανόταν το μετείκασμα άκουσα, ακόμα δεν ξέρω πώς, μια φωνή που μου έλεγε, «για να με δεις, ηλίθιε, άνοιξε τα μάτια και κοίτα με… Εδώ είμαι». Άνοιξα τότε τα μάτια και είδα τη φάτσα που έβλεπα στο καπέλο να με κοιτά χαμογελαστή. Τα μάτια, καλοσυνάτα, θύμιζαν Κινέζο. Μόλις το σκέφτηκα, αμέσως μου απάντησε ότι δεν είναι Κινέζος αλλά απεριόριστα παχουλός, γιατί αν πεινάσει τρώει πολύ. Διαλέγει ποιο κεφάλι θα το φορέσει – αν το φορέσει κεφάλι κλέφτη, τότε με μιας το ρουφάει και το μασάει και πριν το καταπιεί φτύνει το κουκούτσι.

Άναυδος ρώτησα τι είναι και ποια είναι τα κεφάλια που διαλέγει…

Και μου απάντησε ότι είναι ένα ξωτικό που ζει στο εσωτερικό όλων των κόκκινων καπέλων. Είναι μοναδικό στο είδος του, γιατί το κόκκινο είναι το χρώμα του αίματος που κινεί την καρδιά, του πάθους που δίνει αξία στη ζωή, και της φωτιάς που εξαφανίζει κάθε τι ζωντανό. Επιλέγει αυτούς που θέλει να το φορέσουν διαλέγοντας κεφάλια που είναι παθιασμένα με τις ιδέες της ζωής. Πολλές φορές το διαλέγουν λάθος κεφάλια και είναι υποχρεωμένος να τα ανεχθεί. Τότε μη μπορώντας να τα φάει και να φτύσει το κουκούτσι, ρουφάει σιγά σιγά όλο τους το μυαλό, με αποτέλεσμα να τα μετατρέπει σε ηλίθια κεφάλια, κάτι σαν τους ρεπουμπλικάνους που ψηφίζουν Τραμπ σίγουροι ότι είναι για το καλό τους.

Όταν διαλέγω εγώ κάποιο κεφάλι, τότε το προικίζω με έξτρα ταλέντα αλλά και με αποφασιστικότητα, για να μπορεί να ενεργοποιεί τα καλύτερα ένστικτα στο σύνολο των ανθρώπων. Παράδειγμα ο Paul. Φορώντας με, δημιούργησε όλα του τα αριστουργήματα. Εγώ το μόνο που έκανα ήταν να του σκιάζω το μέτωπο ή να τον προστατεύω από το κρύο και τη βροχή… Βέβαια του προσέφερα και έμπνευση για να αναδείξει το φως που κρύβει η ζωή.

Κάπου εκεί αφαιρέθηκα, κάτι που μου συμβαίνει συχνά μπορώ να πω.

Απέναντί μου είχα μια κινούμενη οθόνη η οποία μου έδειχνε άηχα τι συμβαίνει στον κόσμο μας. Στην οθόνη έβλεπα ένα άλλο κόκκινο καπέλο να ετοιμάζεται να χάψει και να καταπιεί τον Μωυσή μας, απευθύνοντάς του με ύφος δημοσιογράφου… κανονικού… ένα ερώτημα. Κατά την άποψη της εξουσίας και των γνωστών παρατρεχάμενων, το ερώτημα θεωρήθηκε ιταμό και προσβλητικό. Και ότι το κόκκινο καπέλο είναι τουλάχιστον παλαιοκομμουνιστικός τουρκικός δάκτυλος με αποστολή να κάμψει το πανύψηλο ηθικό κύρος του Μωυσή μας, γιατί εκ προοιμίου του ζήτησε να πάψει να λέει ψέματα.

Τότε ο Μωυσής κορδώθηκε σαν διάνος και απάντησε…

Πράγμα που εξέπληξε τους πάντες, πρώτα και κύρια γιατί ήταν απάντηση εκτός χειρόγραφου. Όλοι κατάλαβαν ότι δεν το ’χει με αυτού του είδους τις απαντήσεις, στο τελείωμα της πρότασης το κατάλαβε και ο ίδιος γιατί γούρλωσε τα μάτια του, όπως κάθε φορά που συνειδητοποιεί ότι για άλλη μια φορά του ξέφυγε η γλώσσα και είπε μαλακία. Συγκρατήθηκε και δεν γύρισε να κοιτάξει γύρω του να δει αν τον βλέπει κάποιος. Ήξερε ότι είναι σε ζωντανή μετάδοση και τον βλέπουν όλοι.

Ποια ήταν όμως η μαλακία που αστόχαστα πέταξε και άφησε άφωνους τους πάντες; Ήταν η μομφή προς το κόκκινο καπέλο ότι στη χώρα της μπορεί να ρωτά ευθέως τις τουλίπες γιατί είναι σάπιες, όταν είναι σάπιες, και να περιμένει ειλικρινή απάντηση. Αυτά όμως ισχύουν εκεί, επειδή όμως εδώ είναι Βαλκάνια δεν είναι παίξε γέλασε, θα ρωτάτε ευγενικά μόνο ερωτήσεις του τύπου πόσο δύσκολο είναι να διαχωρίσεις τη θάλασσα ή αν τα ντολμαδάκια της μαμάς μου ήταν τόσο νόστιμα. Και πάνω που έχει γυρίσει και κοιτά με νόημα τη διπλανή τουλίπα και αναρωτιέται γιατί χαμογελά χαιρέκακα, το κόκκινο καπέλο συνεχίζει να τον ρωτά επίμονα γιατί με τον τρόπο του το ελληνικό κράτος απαγάγει μετανάστες που φθάνουν στα παράλιά του και τους αφήνει στα τουρκικά νερά σε βάρκες χωρίς μηχανές να θαλασσοπνιγούν, αντί να τους διασώσει εξαρχής και να τους οδηγήσει σε κάποιο βιώσιμο μέρος και όχι σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Τότε ο Μωυσής άλλαξε και έγινε… Επιμενίδης και ξεφώνισε στο κόκκινο καπέλο δηλώνοντας ότι μπορεί οι Κρητικοί να λένε πάντα ψέματα, οι Έλληνες όμως λένε πάντα την αλήθεια, και αν τον κατηγορεί ως ψεύτη, τότε ανάλογα κατηγορεί και όλο τον ελληνικό λαό που τον εξέλεξε σαν Μωυσή στη θέση του Μωυσή. Και με ύφος αδέκαστου δικαστή έτοιμου να ξαποστείλει στο πυρ το εξώτερο τουλάχιστον πενήντα κατάδικους, αρχίζει να αγορεύει λέγοντας ότι το κόκκινο καπέλο είναι εκτός τόπου και χρόνου και ότι κάθε μέρα διασώζουμε δεκάδες χιλιάδες λαθρομετανάστες, αλλά αυτό δεν φαίνεται γιατί γίνεται λαθραία και γιατί… το κόκκινο καπέλο είναι υστερικά τυφλό και δεν θέλει να το δει. Κατόπιν τους πηγαίνουμε σε έναν επτάστερο χώρο υποδοχής που περιλαμβάνει όλες τις ανέσεις, ακόμα και μια παιδική χαρά, συμπληρώνοντας ότι μόνο πισίνα δεν τους κάναμε γιατί ήταν κοντά στη θάλασσα και θα ήταν περιττή πολυτέλεια. Αυτά όμως λόγω της υστερικής τυφλότητάς του το κόκκινο καπέλο δεν τα είδε, γιατί ποτέ δεν πήγε στη Σάμο. Τότε το κόκκινο καπέλο του φώναξε ότι αυτό ήταν από τα πρώτα καπέλα που επισκέφθηκαν το κέντρο υποδοχής συνοδεύοντας ευρωβουλεύτρια εκ Γερμανίας και είδε όχι ένα κέντρο αλλά ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης μηδέν αστέρων και να αφήσει τις μπούρδες για τους ιθαγενείς… μεγαλοδημοσιογράφους και να απαντήσει. Τότε ο Μωυσής εξανέστη και ξαναμεταμορφώθηκε σε πτωχή πλην τιμία δεσποσύνη που της την πέφτει κάποιος στο δρόμο και της ζητά ένα φιλάκι κι αυτή αναψοκοκκινισμένη του απαντά «δεν σας επιτρέπω». Περνάμε στον επόμενο.

Τότε το καπέλο έκανε μια χαψιά τον Μωυσή, και αφού τον μάσησε για λίγο, τον βρήκε αηδιαστικά γλοιώδη στη γεύση και τον έφτυσε μαζί με το κουκούτσι, κάνοντας ένα «μπλιαχ» που δήλωνε απόλυτη αποστροφή…

ΥΓ 1. Το κόκκινο καπέλο ανήκει στην Ολλανδή δημοσιογράφο Ingeborg Beugel και την ευχαριστώ που δίδαξε με τον τρόπο της πώς ένας δημοσιογράφος κάνοντας με αξιοπρέπεια και επιμονή τη δουλειά του κατορθώνει να ενοχλήσει την πολίτικαλι κορέκτ εξουσία προσπαθώντας απλά να είναι χρήσιμος στο σύνολο, σε αντιδιαστολή με τους έγκριτους Έλληνες Αλήτες Ρουφιάνους Δημοσιογραφοπαρουσιαστές, των έγκριτων καναλιών, που όρμησαν να τη φάνε ανακαλύπτοντας ότι δεν είναι δημοσιογράφος αλλά άλλη μια Τουρκάλα Μάτα Χάρι, ή ότι είναι μια άθλια τεκνατζού η οποία εκμεταλλεύεται ερωτικά τους λαθρομετανάστες που κρύβει στο σπίτι της και μετά τους βάζει να βγάζουν βόλτα τα δύο σκυλιά της. Ακόμα, άκουσον άκουσον, έχει στο ίδιο σπίτι και σκυλιά και γατιά… Κάποιοι μάλιστα την αποκαλούσαν γριά γεροντοκόρη κι ας έχει δυο παιδιά.

Και ένας, που το μέγιστο προσόν του ήταν ότι αν και ηλίθιος φασίστας έπαιζε καλή μπάλα, δήλωσε με στόμφο ότι από αύριο δεν θα πίνει γάλα εβαπορέ γριά Ολλανδέζα – και μετά λιποθύμησε εξαντλημένος από τη διανοητική προσπάθεια επίδειξης κακίας.

ΥΓ 2. Ο Μωυσής που έχει χίλια ονόματα, σαν τον Θεό και μπορεί να παίξει σκάκι ταυτόχρονα με πεντακόσιους μετρ συν τον Deep blue και να τους κερδίσει όλους με πέντε κινήσεις σε σιμουλτανέ παρτίδα, λίγες μέρες μετά ευρισκόμενος στην Αγγλία, γνωστή και ως μικρή Βρετανία, έδωσε συνέντευξη στην εκπομπή Good Morning Britain, στο κανάλι ITV, και στην ερώτηση της δημοσιογράφου Susanna Reid γιατί γυρίζουν πίσω τις βάρκες κάνοντας αυτό που αποκαλούμε pushbacks, ξανάλλαξε μορφή και μετατράπηκε σε βρεγμένο γατάκι παραδεχόμενος: «Αναχαιτίζουμε σε ξηρά αλλά και θάλασσα ό,τι κινείται γιατί φυλάμε τα σύνορά μας, χερσαία και θαλάσσια, χωρίς να έχουμε θύματα». Κάπου εκεί άρχισαν να γελάνε οι Πολωνοί, αυτοί ήξεραν ότι κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον, ήδη μετρούσαν κοντά στους έντεκα νεκρούς στην ξηρά. Ευτυχώς δεν έρχονται από τη θάλασσα. Κατόπιν ο Μωυσής, χαμογελώντας όπως χαμογελούσε στην κηδεία του πατέρα του Μωυσή του άλλου, του γκαντέμη, την προσκάλεσε να ’ρθει το καλοκαίρι στην Ελλάδα, γιατί για άλλη μια φορά θα είναι covid free, και της πρόσφερε έξτρα παρθένο λάδι προερχόμενο από την αρχαία Ολυμπία…

Τότε οι μικροί Βρετανοί εκστασιασμένοι άρχισαν να παραληρούν και να ζητούν να ανταλλάξουμε πρωθυπουργούς. Σας δίνουμε τον Μπόρις και ίσως τα Ελγίνεια για έναν χρόνο, μας δίνετε τον Μωυσή για πάντα.

ΥΓ 3. Αν στα χερσαία σύνορά τους οι Πολωνοί είχαν έντεκα νεκρούς γιατί πυροβολούν ό,τι κινείται, εμείς στα δικά μας χερσαία σύνορα στον Έβρο πόσους είχαμε άραγε;

ΥΓ 4. Άκουσα ότι η κ. Ingeborg Beugel δέχτηκε πέτρα στο κεφάλι από έναν εθνόγκαβλο προστάτη της περιούσιας ελληνικής φυλής και πήρε απόφαση να φύγει από τη χώρα, μετά από σαράντα χρόνια διαμονής. Αυτό μου θύμισε την ερώτηση του Μπρεχτ: αν λείψουν όλες οι φωνές που ρωτάνε για τ’ απάνθρωπα της εξουσίας, τότε ποιος θα μείνει να φωνάξει όταν θα έρθουν για σένα, φίλε μικροαστέ της μεσαίας τάξης;…

Ν’Γκουζότο

Μοιραστείτε το άρθρο