Δεν είναι κρίση, είναι κοινωνικός πόλεμος

Δημοσιεύουμε  το κείμενο της εισήγησης της Σοφίας Κ. στην εκδήλωση αλληλεγγύης εν όψει του δικαστηρίου εναντίον της δράσης της Αντιπολεμικής Διεθνιστικής Κίνησης , που διοργάνωσαν οι Ακυβέρνητες Πολιτείες στο infolibre στη Θεσσαλονίκη στις 17/2.

Η κουβέντα γύρω από τον πόλεμο, τον μιλιταρισμό, το αντιπολεμικό κίνημα πατάει σε θεωρητικά και μεθοδολογικά εργαλεία, τα οποία δεν είναι αμετακίνητα και αιώνια αλλά επηρεάζονται από την κοινωνική πραγματικότητα και την επικαιρότητα και στα οποία αξίζει να επιστρέφουμε και να τα επαναξιολογούμε. Με αυτήν την κατεύθυνση, διατυπώνεται το κρίσιμο ερώτημα του «γιατί μιλάμε για πόλεμο και όχι για «κρίση/εις» και ποιές είναι οι πτυχές και οι εκφάνσεις του κοινωνικού στον «κοινωνικό πόλεμο»; Μακρυά από απαντήσεις, σκοπός της εισήγησης είναι η ενεργοποίηση της διατύπωσης εκείνων των προβληματισμών που μπορούν και οφείλουν να απαντώνται συλλογικά.

Σχετικά με το αφήγημα της «κρίσης»

Από συλλογικές συζητήσεις στις συνελεύσεις, τα κείμενα, τις αφίσες και γενικά τον παραγόμενο κινηματικό λόγο, βρισκόμαστε να επαναλαμβάνουμε την επωδό ότι η ελληνική πραγματικότητα (εννοείται δεν είναι κάποια εγχώρια ιδιαιτερότητα) διαμορφώνεται σε μια αλλεπάλληλη διαδοχή κρίσεων εδώ και πολλά χρόνια. Και όντως, ο ατέρμονος κύκλος «κρίσεων» και «έκτακτων συνθηκών» για εμάς μεταφράζεται σταθερά σε περισσότερη καταστολή, περισσότερη φτώχεια, περισσότερη βία και περισσότερο θάνατο. Για παράδειγμα, ήδη την περίοδο της οικονομικής κρίσης, νοούμενης ως κρίση της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής δημοκρατίας είδαμε μια καθοδική αναδιανομή του αξιοβίωτου. Δηλαδή, από τη μια, οι κοινωνικές ομάδες περισσότερο ή λιγότερο προνομιούχων (μικροεπιχειρηματίες, νοικοκυραίοι, κ.α.) βρέθηκαν υποτιμημένες, από την οικονομική τους θέση και δραστηριότητα έως και τον ίδιο τον πυρήνα της ταυτότητάς τους ως Έλληνες, ως πολίτες με δικαιώματα, ως οικογενειάρχες, ως αρρενωπότητες. Και από την άλλη φυσικά, οι ζωές όλων αυτών-εμάς που περισσεύουν, μεταναστριών/προσφύγων, των φτωχοποιημένων λούμπεν προλετάριων, των τοξικοεξαρτημένων, των σεξεργατών και πόσων ακόμη, περιθωριοποιήθηκαν κι άλλο. Τότε μιλούσαμε για την βία αυτής της κρίσης διαρκείας, η οποία ακολουθήθηκε από άλλες ώστε σύντομα, βρεθήκαμε να μιλάμε για πολλές κρίσεις, όπως με την πανδημία, και πώς αυτές μας επηρεάζουν, μας φτωχαίνουν και μας απομονώνουν.

Ξανά και ξανά δηλαδή επιστρέφουμε σε ένα αφήγημα, το οποίο εκκινείται και αναπαράγεται από τον κυρίαρχο λόγο του κράτους, των υπερεθνικών οργανισμών, κλπ. και το οποίο λέει ότι ζούμε σε μια «κανονικότητα», μια κοινωνική κατάσταση ομαλότητας και ειρήνης η οποία ξαφνικά συνταράσσεται από κάποιο εξαιρετικό γεγονός, κάποια αστάθεια, κάποια «απειλή». Η κάθε μία «κρίση» που μετράμε κατασκευάζεται ως μια «εξαίρεση» και τελικά, η εξαίρεση γίνεται κανόνας. Θα μπορούσε να πει καμιά ότι η «κανονικότητα» και η «κοινωνική ειρήνη» επιβάλλονται ως τα κάθε φορά χαμηλότερα στάνταρ μιας ζωής αξιοπρέπειας και ελευθερίας.

Για αυτόν τον λόγο μιλάμε για πόλεμο – επειδή πλέον δεν αρκεί, μεθοδολογικά, θεωρητικά να μιλάμε για «κρίσεις»: Πρώτον, γιατί οι λεγόμενες κρίσεις είναι ενδογενείς του κυρίαρχου οικονομικού και πολιτικού μοντέλου του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Δεύτερον, διότι η κρίση είναι συστατικό στοιχείο της διατράνωσης του έθνους – κράτους και συνδέεται στενά με την επιτυχία του καθώς το εμφανίζει ως απαραίτητο ρυθμιστή των «κρίσεων». Άλλωστε, (στα λόγια του Σμιτ), ένα κράτος είναι ισχυρό όταν έχει έναν Εχθρό υπό έλεγχο. Συνδυάζοντας το πρώτο και το δεύτερο στοιχείο, μπορούμε να κατανοήσουμε πως συν-αρθρώνεται στα κυβερνητικά χείλη η «κρίση» πλάι στην «ευκαιρία» ή και την «θυσία». Τρίτον, επειδή το να αναδυθεί κάτι στη δημόσια σφαίρα ως «κρίση» σημαίνει πως πλέον πλήττονται και οι πιο προνομιούχοι. Σε αντίθεση με την πολιτική σκοπιμότητα της κατασκευής κάποιας εθνικής/ταξικής/έμφυλης/φυλετικής ομοιογένειας που υπονοείται πίσω από το αφήγημα της κρίσης (του στυλ «μαζί τα φάγαμε»), εμείς ξέρουμε καλά πως η κρίση είναι η κανονικότητά μας και όχι κάποια συγκυρία και ανισορροπία ενός υποτιθέμενα σταθερού συστήματος.

Δεν είναι κρίση, είναι κοινωνικός πόλεμος

Πρόκειται λοιπόν για μια συνθήκη διάχυτης κοινωνικής βίας που εντοπίζει, κατασκευάζει ουσιαστικά, τον Εχθρό στο εσωτερικό του πληθυσμού και ακριβέστερα, σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες. Ονοματίζοντας αυτήν την συνθήκη «κοινωνικό πόλεμο», μπορούμε να κατανοήσουμε πώς μορφές άσκησης εξουσίας που νοούνται ως πολεμικές και μιλιταριστικές μετέχουν στην παγίωση και συστηματοποίηση της βίας εντός της κοινωνίας. Υπάρχει δηλαδή μια γραμμή που συνδέει τις πολεμικές επιχειρήσεις του ελληνικού κράτους εκτός και εντός (στην διαχείριση πχ. του «προσφυγικού»), με την διαχείριση της πανδημίας, τις καταστροφές των πυρκαγιών και των πλημμύρων, τα εργατικά «ατυχήματα», τις γυναικοκτονίες και εμφυλοκτονίες. Ο πόλεμος δεν περιορίζεται στα στρατόπεδα και τα πολεμικά επιτελεία αλλά και στην κοινωνία ως πεδίο εφαρμογών μηχανισμών ασφάλειας, στο επίπεδο του πληθυσμού, των έμφυλων υποκειμένων και των κοινωνικών τους σχέσεων ως ένα φιλικό ή εχθρικό πεδίο επιχειρήσεων. Η βαθιά κοινωνική εξαθλίωση ως καθημερινό βίωμα και οι ευτελισμένες ζωές (μας) σκιαγραφούν την επιφάνεια στην οποία επελαύνει η κρατική πολεμική μηχανή, η οποία έχει σμιλεύσει τα σώματα, τις κοινωνικές τους σχέσεις και κάθε πτυχή της καθημερινότητάς τους.

Για να πιάσουμε αυτό το νήμα, μπορούμε να δούμε την αντιστροφή του περίφημου αφορισμού του Κλαούζεβιτς («ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα») στην εξής εκδοχή του Φουκώ: «η πολιτική ως η συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα». Από αυτήν την σκοπιά δηλαδή, οι μάχες δεν περιορίζονται, ούτε σταματούν στα διάφορα θέατρα πολέμου αλλά ιστορικά μετασχηματίζονται σε κοινωνικούς θεσμούς, γίνονται υλικό κατασκευής των κρατών, του νόμου, της «ειρήνης». Ο γενικευμένος κοινωνικός πόλεμος δηλαδή απορροφάται από και ενσαρκώνει την κυρίαρχη πολιτική εξουσία. Με απλά λόγια, στην περίπτωσή μας, το έθνος-κράτος επιχειρεί να αμβλύνει τις κοινωνικές αντιθέσεις και ανταγωνισμούς που το ίδιο συντηρεί και κατευθύνει, μέσα από τη νομοθεσία, τους θεσμούς όπως την οικογένεια, τις θεσμοποιημένες σχέσεις εργασίας, γονεϊκότητας και συντροφικότητας, το εθνικό αφήγημα του «ανήκειν», κλπ. Όλα αυτά συντηρούν τη λεγόμενη «κοινωνική ειρήνη» και κανονικότητα, με τη χρήση πειθούς και την πειθάρχηση ή/και με τον εξαναγκασμό και την βία.

Εδώ μια μικρή αναφορά σχετικά με το έθνος-κράτος: η κρατική δομή δεν λειτουργεί με έναν τρόπο «θετικό» και «παραγωγικό» που για κάποιους λόγους (εδώ ξανά ξεγλιστρά ο μύθος της «κρίσης»), κινητοποιεί την πολεμική, κατασταλτική του λειτουργία. Ένα κράτος μπορεί να κατασκευάζει τον εαυτό του ως προνοιακό και πολεμικό ταυτόχρονα, ως πάροχο δικαιωμάτων και δράστη νεκροπολιτικής την ίδια στιγμή. Για παράδειγμα στην περίπτωση της ψήφισης για τον γάμο ομόφυλων ζευγαριών, το κράτος μπορεί να νομοθετεί «προοδευτικά» κατοχυρώνοντας δικαιώματα, επιτέλους, σε (κάποιες) κοινωνικές ομάδες που, βέβαια, πρώτα φρόντισε να τους τα στερήσει και να τους δαιμονοποιήσει. Η ελεύθερη συντροφικότητα, η γονεϊκότητα και η επιθυμία πρώτα απαλλοτροιώθηκαν από το έθνος-κράτος ως πεδίο διαχείρισης του ατόμου και του πληθυσμού που τα διαχώρισε σε ορθές και μη συμπεριφορές, σε κανονικά και ανώμαλα άτομα. Και τώρα, το ίδιο αυτό κράτος έρχεται να «απελευθερώσει» κάποια άτομα, συνεχίζοντας να καταστέλλει άλλα καθώς, ταυτόχρονα, σχεδιάζει και ασκεί ρατσιστικές, μισογυνικές και ομοφοβικές πολιτικές στο φόντο του υποτιθέμενου «δημογραφικού προβλήματος» (παρεπιπτόντως, ένα κατεξοχήν πολεμικό εγχείρημα) και της «προσφυγικής κρίσης». Διότι το έθνος-κράτος απωθεί την υπαιτιότητα του στη διατήρηση και ενίσχυση των συστημάτων καταπίεσης και ταυτόχρονα, ενδυναμώνεται από αυτήν του τη δραστηριότητα, δηλαδή του να ρυθμίζει την βία που παράγει.

Διερωτόμαστε λοιπόν: Υπό ποιες προϋποθέσεις, κι αν είναι δυνατόν, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο πόλεμος είναι σήμερα «η συνέχιση της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης με άλλα μέσα»; Τελικά, ο σύγχρονος ολοκληρωτισμός, ο οποίος κερδίζει διαρκώς έδαφος ως έννοια στο δημόσιο λόγο, είναι εσωτερικό ή εξωτερικό χαρακτηριστικό των σύγχρονων δημοκρατιών, ενσωματώνεται ή αντικαθιστά τις λειτουργίες του δημοκρατικού πολιτεύματος; («Δεν θα επιστρέψουμε στην κανονικότητα, γιατί η κανονικότητα ήταν το πρόβλημα», 48) Η «ουσία» του έθνους-κράτους (αν μπορούμε να μιλήσουμε με τέτοιους όρους) είναι η βία και ο πόλεμος. Η βία είναι εσωτερική του έθνους-κράτους διότι στον πυρήνα της κατασκευής του βρίσκονται διαδικασίες ιεράρχησης, ταξινόμησης, πειθάρχησις, οριοθέτησης και φυσικά, εξόντωσης των ανθρώπων στην βάση φυλετικών, έμφυλων, ταξικών, σωματικών, κ.α. χαρακτηριστικών. Είναι δηλαδή μια μηχανή πειθάρχησις και επιμερισμού του πληθυσμού που διαμοιράζεται σε φάμπρικες αναπαραγωγής του κεφαλαίου, της συγγένειας, του έθνους.

Γι’ αυτό μιλάμε για κοινωνικό πόλεμο και εννοούμε την πραγματικότητα όπου η μία έκτακτη κατάσταση διαδέχεται την άλλη, όπου εθνικισμός, επιχειρήσεις του στρατού, προσλήψεις μπάτσων, «προσφυγικό», «δημογραφικό», «μένουμε σπίτι-μένουμε ασφαλείς» – όλα αυτά αποτελούν εκφράσεις της διάχυτης βίας που εκπορεύεται από τα θεμέλια του έθνους-κράτους και της νεοφιλελεύθερης δημοκρατίας, μιας βίας οντολογικά απαραίτητης που κάνει τα σύνορα και τις επικράτειες διακριτά και σαφή, τις ταυτότητες περιχαρακωμένες και ιεραρχημένες και όλα αυτά τοποθετημένα σε έναν άξονα εχθρού-οικείου.

Ο κοινωνικός πόλεμος στην περίπτωση της κεντρικής Ελλάδας: τρία σημεία

Τα πρόσφατα γεγονότα στις πόλεις της Θεσσαλίας και της κεντρικής Ελλάδας με τις πυρκαγιές και τις πλημμύρες κινητοποίησαν κουβέντες ανάμεσα σε συντρόφια από την Αθήνα και την Συνέλευση Αναρχικών Αντιεξουσιαστ(ρι)ών Λαμίας. Διασταυρώσαμε και μοιραστήκαμε τις εμπειρίες μας, την συλλογική μας ανάγκη για κατανόηση της κατάστασης και για κεντρική και αποκεντρωμένη δράση και δοκιμάσαμε να προσεγγίσουμε τα γεγονότα του φθινοπώρου μέσα από μια ανάλυση για τον κοινωνικό πόλεμο στην περίπτωση της κεντρικής Ελλάδας. Η παρακάτω ανάλυση αποτελεί το κεντρικό σώμα παρατηρήσεων που προέκυψαν από αυτές τις συζητήσεις, εφαρμόζοντας την ανάλυση από την σκοπιά του κοινωνικού πολέμου στην περίπτωση της Θεσσαλίας.

Οι πλημμύρες στην Θεσσαλία δεν ήρθαν ως «κλιματική κρίση» και «μανία της φύσης» όπως σπεύσαν να μας πούνε τα ΜΜΕ και η κυβέρνηση και αντιπολίτευση. Αποτελούν μία ακόμη ψηφίδα στο μωσαϊκό που συνθέτει τον γενικευμένο κοινωνικό πόλεμο που διεξάγεται από το κράτος και τις μαφίες (του) αλλά και τον γενικευμένο κοινωνικό πόλεμο που διαχέεται και εντός κομματιών της κοινωνίας, μέσω της νομιμοποίησης και συγκάλυψης της δράσης διάφορων καθαρμάτων όπως οι ρατσιστές και οι γυναικοκτόνοι. Τοποθετώντας τα συμβάντα της Θεσσαλίας μέσα σε αυτό το κάδρο, μας επιτρέπει να οξύνουμε την πολιτική κριτική και αντιπαράθεσή μας ευρύτερα απέναντι στο κράτος και τον νεοφιλελευθερισμό ως προπύργια που καλλιεργούν και διαχέουν την βία μέσα από διαφορετικές και φαινομενικά ασύνδετες πολιτικές στρατηγικές.

Από αυτή τη σκοπιά λοιπόν, το πρώτο σημείο αφορά στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που υλοποιούνται στο έδαφος της Θεσσαλίας, πολιτικές που εφαρμόστηκαν επί σειρά χρόνων και συνεχίζουν ακόμη στην Θράκη, στα νησιά και άλλες περιοχές. Μιλάμε εδώ για την λεγόμενη «πράσινη ανάπτυξη», έναν από τους κεντρικούς πυλώνες τόσο της ευρωπαϊκής πολιτικής όσο και της ακροδεξιάς κυβέρνησης της ΝΔ. Βλέπουμε πως οι μακροχρόνιοι κοινωνικοί αγώνες ενάντια στην λεηλασία της φύσης (όπως το κίνημα ενάντια στην εκτροπή του Αχελώου) πληθαίνουν, αποτυπώνοντας πώς η κρατική πολεμική μηχανή εξαπλώνει τα πεδία της δράσης της: οι αγώνες ενάντια στην τοποθέτηση αιολικών στα Άγραφα, στο Πήλιο ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του νερού και στον Βόλο ενάντια στην καύση σκουπιδιών είναι μονάχα ορισμένες από τις μορφές κοινωνικής αντίστασης που συλλογικοποιούνται απέναντι στην εκμετάλλευση της φύσης και του περιβάλλοντος. Η μετατροπή των οικοσυστημάτων και των κοινωνιών ανθρώπινων και μη ζώων σε πεδίο άντλησης κεφαλαίου, παραγωγής εθνικής υπεραξίας (ενεργειακή «αυτονόμηση» της χώρας όπως αποκαλείται) και αναδιανομής της εξαθλίωσης στους πληθυσμούς που ζούν, εργάζονται ή κινούνται στην περιοχή (φτωχοποίηση και ρατσισμός) είναι για εμάς ο σύντομος ορισμός του μοντέλου της «πράσινης ανάπτυξης» και πτυχή του γενικότερου ορισμού του τι σημαίνει η καπιταλιστική οργάνωση της κοινωνίας. Με δυο λόγια, στο νεοφιλελευθέρο κρατικό σύμπαν, οι υποδομές της ΤΕΡΝΑ για την αντιμετώπιση των πλημμυρικών φαινομένων λειτούργησαν άψογα, γι’ αυτό και μετά τις πλημμύρες και φυσικά, τις εκλογές, ξανά η ΤΕΡΝΑ αναλαμβάνει τα νέα έργα στην περιοχή. Διότι το κράτος είναι πάντα παρόν για να ρυθμίσει την ορθή παραγωγή και κατανομή της καταστροφής, να διασφαλίσει δηλαδή το πεδίο παραγωγής των «ευκαιριών»: τις «κρίσεις». «Κλιματική κρίση» και «πράσινη ανάπτυξη» συναρθώνονται ταυτόχρονα καθώς οι κυρίαρχες πολιτικές υλοποιούνται στο κατώφλι μεταξύ εκμετάλλευσης και απόλυτης καταστροφής.

Προχωρώντας στο δεύτερο σημείο λοιπόν, στα λασπόνερα της Θεσσαλίας δεν υλοποιείται μονάχα η αναπροσαρμογή του πεδίου δράσης του κεφαλαίου στην «περιφέρεια», η μετατόπιση δηλαδή σε νέες μορφές αξιοποίησης, κατασκευαστικά έργα και «ευκαιρίες» μέσα από τις «κρίσεις». Κεντρικό μέρος αυτών που διαδραματίζονται (και) εδώ είναι η αναδιάταξη της κοινωνικής μορφολογίας ως βραχίονας των νεοφιλελεύθερων πολιτικών αλλά και της εθνικιστικής συσπείρωσης του κράτους. Ενόσω στα κανάλια μετρούσαν 17 νεκρά άτομα και χιλιάδες πλημμυροπαθή, οι κινηματικοί και συντροφικοί δίαυλοι επικοινωνίας διακινούσαν ενημερώσεις σχετικά με μετανάστριες/ες εργάτριες/ες γης που διαμένουν σε άθλια παραπήγματα, δεν έχουν πρόσβαση σε περίθαλψη λόγω «χαρτιών» και των οποίων η ασφάλεια αγνοούνταν. Επίσης, κοινότητες Ρομά βρέθηκαν εγκλωβισμένες και απομονωμένες από παροχή βοήθειας ενώ εξαιρετικά ενδεικτικό είναι και το συμβάν της βίαιας εκκένωσης με ΜΑΤ των προσφύγων/ισσών από το καμπ στο Κουτσόχερο για την εγκατάσταση των πλημμυροπαθών και το «μοίρασμά» τους στα καμπ των Θερμοπυλών, σε γιαπιά στη Μαγνησία και άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Οι νέοι ένοικοι της κλειστής δομής στο Κουτσόχερο υποβλήθηκαν σύντομα στις συνήθεις σε πρόσφυγες/ισσες συνθήκες ελέγχου εισόδου-εξόδου και περιορισμού κίνησης. Με αφορμή τις πλημμύρες, φάνηκε για μία ακόμη φορά το τι σημαίνει «κρατική διαχείριση» και πως αυτή εφαρμόζεται με κριτήρια ρατσιστικά και ταξικά. Μπορεί τα λασπόνερα να πλημμύρισαν παραπήγματα όσο και «αρχοντικά», αλλά η διανομή της εξαθλίωσης διατήρησε και ενέτεινε τις ταξικές και φυλετικές ανισότητες που χαρακτηρίζουν ούτως ή άλλως τις κοινωνίες της περιοχής. Άλλωστε, τα περιστατικά με τα κυνήγια προσφύγων/ισσών στον Έβρο από ντόπιους φασίστες τις μέρες της φωτιάς όσο και το περιστατικό της απανθράκωσης-δολοφονίας προσφύγων στο φλεγόμενο δάσος, αποτυπώνει ανάγλυφα την θανατοπολιτική του κράτους ειδικά για τους προσφυγικούς πληθυσμούς και τις κοινότητες Ρομά, των οποίων οι ζωές ούτε «μετριούνται» ούτε «μετράνε». Αλλά και η ίδια η ομογενοποιητική κατηγορία των «πλημμυροπαθών» αποκρύπτει το γεγονός ότι μιλάμε για φτωχούς, εργάτριες, αγρότες και ανθρώπους που δεν έχουν «ευκαιρία» σε αυτήν την «κρίση» και οι οποίοι/ες έχουν εξαθλιωθεί μεθοδικά σε μια περιοχή της χώρας με υψηλά επίπεδα ανεργίας, επισφάλειας, ανεπαρκούς υγειονομικής περίθαλψης και εργατικών ατυχημάτων. Στο πλαίσιο των νεοφιλελεύθερων πολιτικών της καταστροφής, οι πληθυσμοί υπολογίζονται ως πιόνια που μετακινούνται, σκορπίζονται και ξαναμοιράζονται ανάλογα με τους δείκτες παραγωγικότητας.

Το τρίτο σημείο αφορά τη στρατιωτική πτυχή της επέλασης του κράτους στο έδαφος της Θεσσαλίας. Στο ευρύτερο σκηνικό πολέμου που διαδραματίζεται τα τελευταία χρόνια (όπως η Ουκρανία και πρόσφατα ξανά την Παλαιστίνη), το ελληνικό πολεμικό κεφάλαιο βρίσκεται σε φάση άνθισης και επέκτασης καθώς το ελληνικό έθνος-κράτος επενδύει στην στρατιωτική του αναβάθμιση εδώ και χρόνια. Οι συνεργασίες των πανεπιστημίων (όπως το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας) με στρατιωτικά ερευνητικά προγράμματα, η διοχέτευση της καινοτομίας στο πεδίο της πολεμικής προετοιμασίας και διεξαγωγής, η αναβάθμιση των στρατοπέδων, η αύξηση της θητείας αλλά και η αξιοποίηση του στρατού στην μαζική εξόντωση των προσφύγων και μεταναστριών και ταυτόχρονα, στην αντιμετώπιση φαινομένων όπως η πανδημία, οι πυρκαγιές και οι πλημμύρες αναδεικνύουν την εξάπλωση της μιλιταριστικοποίησης στην κοινωνία. Οι εκρήξεις του στρατιωτικού υλικού στις αποθήκες στην Αγχίαλο κατά τις πυρκαγιές του Αυγούστου, δίνουν μια μικρή γεύση του τι σημαίνει αυτή η μιλιταριστικοποίηση για τις τοπικές κοινωνίες. Μια συγκεκριμένη έκφραση του κοινωνικού πολέμου αποτελεί το φέουδο του Βόλου με τον γνωστό μαφιόζο δήμαρχο και τον ιδιωτικό στρατό φασιστών που τον προστατεύει. Η κατάσταση στην πόλη του Βόλου δεν θεωρούμε πως αποτελεί κάποια «τερατογένεση» της αστικής δημοκρατίας αλλά την ουσία αυτών που λένε αυτές οι γραμμές: ο ξεγυμνωμένος πυρήνας του κράτους και της αστικής δημοκρατίας είναι η απροκάλυπτη, πολεμική βία. Στον δήμο Βόλου ηγευμονεύει η γυμνή μορφή του σύγχρονου νεοφιλελεύθερου κράτους και αναδύεται η εθνικιστική, ρατσιστική και σεξιστική του ουσία. Ο πατριάρχης-θεσμός στην μορφή του «άντρα παλαιών αρχών» Μπέου είναι το απείκασμα του κράτους-πατριάρχη και του ηγεμονικού, υπερ-αρρενωπού στελέχους του, των μπάτσων και του στρατού.

Για όλους αυτούς τους λόγους, πρέπει να τελειώνουμε με το αφήγημα του «κράτους πρόνοιας» που ενίοτε αναπαράγουμε εμμέσως. Στη Θεσσαλία, στην Θράκη, κλπ. δεν ήταν «απόν» το κράτος, δεν «έλλειπε» η κρατική αντιμετώπιση και διαχείριση, η χρηματοδότηση, η μέριμνα, τα έργα, κλπ. Το κράτος ήταν πάντα εκεί, είναι ανέκαθεν εδώ – στις σάπιες υποδομές, στα ΜΑΤ που δείραν τον κόσμο στις διαδηλώσεις στην Λάρισα, στην διαλογή ανάμεσα σε «πλημμυροπαθείς» και μη, σε δικαιούχους επιδομάτων και αποζημιώσεων και μη, στις υπογραφές για νέο κύκλο καταστροφής του Παγασητικού Κόλπου, στην ενίσχυση τραμπούκων δημάρχων και νεοεκλεγμένων νεοφιλελεύθερων βδελλών.Το κράτος όλον αυτόν τον καιρό ήταν εδώ και κάθε κίνηση που οργάνωνε, εξυπηρετούσε κάποιον σχεδιασμό του και ποτέ κάποια κοινωνική ανάγκη. Στην περίπτωση της Θεσσαλίας έχει ανοίξει ένα πεδίο μακράς εκμετάλλευσης – η πλημμύρα του κάμπου, των πόλεων και των χωριών είναι το αποτέλεσμα μόνο μιας σειράς πολιτικών στρατηγικών που, η μια μετά την άλλη, οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις παγίωσαν σε κάθε γωνιά της χώρας. Με δυο λόγια, οι μεθοδευμένες καταστροφές του περιβάλλοντος, οι ταξικοί ανταγωνισμοί και τα εργατικά ατυχήματα, τα κλειστά καμπ προσφύγων και πλέον πλημμυροπαθών, οι δημαρχομαφιόζοι, η αναβάθμιση των στρατιωτικών κέντρων επιχειρήσεων και η διάχυτη φυλετική και έμφυλη βία είναι οι ειδικές εκφάνσεις του γενικευμένου κοινωνικού πολέμου.

  1. «Δικαίωμα» ενίοτε είναι το όνομα που χρησιμοποιούν οι διάφορες εξουσίες για να κατοχυρώσουν και να «επιστρέψουν» κάποια από αυτά που απαλλοτροιώσαν με τη βία.

Βιβλιοπαρουσίαση και συζήτηση: Δεν θα επιστρέψουμε στην κανονικότητα γιατί η κανονικότητα ήταν το πρόβλημα, Σάββατο 17/2 στις 19:00 στο infolibre

Μοιραστείτε το άρθρο