Θάρρος ή αλήθεια; Σκόρπιες σκέψεις πάνω στο ζήτημα της ψευδούς συνείδησης

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί προσωπική εισήγηση του Κώστα Σβόλη, μέλους της Ελευθεριακής Πορείας, στο πλαίσιο της συζήτησης που έγινε με αφορμή την έκδοση του ένατου τεύχους του περιοδικού KABOOM, o κεντρικός άξονας του οποίου αφορά τη σχέση γνώσης, αλήθειας και πολιτικής. Η εκδήλωση συνδιοργανώθηκε στις 8/12/2023 στο αυτοδιαχειριζόμενο στέκι Πέρασμα από την εκδοτική ομάδα του περιοδικού και την Ομάδα αυτομόρφωσης και δανειστικής βιβλιοθήκης του στεκιού.

Ξεκινώντας την τοποθέτησή μου για το θέμα της ψευδούς συνείδησης όπως το παρουσιάζει ο Λούκατς στο «Ιστορία και Ταξική Συνείδηση», θα ήθελα να ξεχάσουμε ολότελα το ίδιο το θέμα: το αν υπάρχει ή όχι ψευδής συνείδηση. Γιατί νομίζω ότι ο όρος ψευδής συνείδηση είναι παραπλανητικός για την ουσία των όσων αναδεικνύει ο Λούκατς στο συγκεκριμένο βιβλίο του και ιδιαίτερα σε εκείνο το κείμενο στο οποίο αναλύει το φαινόμενο της πραγμοποίησης και τη σύνδεσή του με τη συνείδηση.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε δυο πράγματα για τον Λούκατς: όλος του ο στοχασμός αποτελεί μέρος μιας έντονης συμμετοχής στο πολιτικό πράττειν της εποχής του. Όταν γράφει, το βλέμμα του είναι στραμμένο σε ό,τι ο ίδιος θεωρεί άμεσα πολιτικά του καθήκοντα και πάντα σε άμεση συνάρτηση μ’ αυτά. Συγκεκριμένα, όμως, το «Ιστορία και Ταξική Συνείδηση», όπως ο ίδιος επισημαίνει στον πρόλογο της έκδοσης του 1967, εκδίδεται ως ενιαίο έργο το 1923, περίοδο κατά την οποία βρίσκεται στο μεταίχμιο του περάσματός του από το ρεύμα αυτού που σήμερα θα ονομάζαμε «συμβουλιακό κομουνισμό» στο ρεύμα του «μπολσεβικισμού» ή του «τριτοδιεθνιστικού κομουνισμού». Αυτό το πολιτικό μεταίχμιο κάνει το έργο να παλαντζάρει ανάμεσα στις θεωρητικές αποσκευές που κουβαλάει και στην υπεράσπιση της νέας πολιτικής του ταυτότητας. Ούτε μπορεί να ξεπετάξει με μια μονοκοντυλιά όλη την προηγούμενη θεώρησή του ούτε και να την αναπαράγει ως έχει· πρέπει να τη φέρει στα μέτρα της νέας του κατάστασης.

Καταρχάς γιατί το ψέμα είναι πάντα συνειδητό και εμπρόθετο και τελείως διαφορετικό από την πλάνη. Όσο για την αλήθεια, τα πράγματα είναι ακόμα πιο πολύπλοκα, καθώς η αλήθεια δεν είναι μια: ο καθένας μας κουβαλάει και τη δικιά του –όταν φυσικά δεν λέει ψέματα ακόμα και στον ίδιο του τον εαυτό–, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι η αλήθεια μας δεν είναι πλανημένη ή ότι εμπεριέχει όλη την πραγματικότητα. Μπορεί να μην έχει την επίγνωση όλων όσων συμβαίνουν και να μην μπορεί να αντιληφθεί αιτιάσεις και θέσεις άλλων ανθρώπων, όμως ποτέ της δεν ψεύδεται, γιατί απλά τότε δεν θα ήταν αλήθεια. Κι ένας επιπλέον λόγος για αυτό είναι το γεγονός ότι καθώς η συνείδηση δεν είναι κάτι που υπάρχει κάπου έξω από εμάς, δεν μπορεί να μιλήσει κανείς γι’ αυτήν ξέχωρα από το ταυτο υποκείμενοαντικείμενο, ξέχωρα από το ότι διαμορφωνόμαστε μέσα σε συνθήκες που δεν επιλέγουμε, έχοντας ωστόσο την ικανότητα με το πράττειν μας να τις αναδιαμορφώσουμε. Ίσως λοιπόν ρηματοποιώντας τη συνείδηση και μιλώντας για διαδικασίες συνειδητοποίησης, να καταφέρουμε να έρθουμε πιο κοντά στο επίδικο του βιβλίου και να αποφύγουμε τον σκόπελο μιας συνείδησης που υπάρχει κάπου πέρα από τα ατομικά ή τα συλλογικά υποκείμενα, σε έναν ανιστορικό και άχρονο θρόνο.

Έτσι και αλλιώς ο Λούκατς θέτει ρητά όλη του την προβληματική εντός του πλαισίου της Καπιταλιστικής κοινωνίας. Μάλιστα θεωρεί ότι η μεθοδολογία του ιστορικού υλισμού έχει συγκροτηθεί για να αναλύσει και να ασκήσει κριτική στον καπιταλισμό και μπορεί να εκπέσει σε σοβαρά σφάλματα, αν κάποιος με ευκολία προσπαθήσει να την εφαρμόσει σε διαφορετικούς κοινωνικούς σχηματισμούς.

Το εμπόρευμα, ή, αλλιώς, η ανταλλακτική αξία δεν είναι κάτι που εμφανίζεται με τον καπιταλισμό, όμως στον καπιταλισμό κεντρικοποιείται. Ξεπερνάει τη σφαίρα της οικονομίας και διαπερνάει όλες τις εκφάνσεις της ζωής στην καπιταλιστική κοινωνία. Και δεν είναι μόνο το γεγονός ότι σχεδόν το σύνολο της παραγωγής/κατανάλωσης εντάσσεται στην εμπορευματική σφαίρα. Το σημαντικότερο, κατά την άποψή μου, είναι ότι το εμπόρευμα δεν περιορίζεται στο προϊόν της ανθρώπινης εργασίας, αλλά ότι μετατρέπονται σε εμπορεύματα η εργασία, η γη (σήμερα, για να δείξουμε το εύρος, θα μιλάγαμε για «φύση») και το ίδιο το χρήμα. Άρα, όταν μιλάμε για την καπιταλιστική κοινωνία, η εμπορευματική μορφή είναι κάτι πολύ ευρύτερο από την οικονομία όχι μόνο ποσοτικά αλλά κυρίως ποιοτικά, καθώς μετασχηματίζει το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων καθ’ ομοίωσή της. Ο άμεσος αυθεντικός ποιοτικός χαρακτήρας τόσο των πραγμάτων όσο και της ίδιας της δραστηριότητας/εργασίας εξαλείφεται. Οι ποιότητες μετατρέπονται σε ποσότητες, τα πράγματα/οι αξίες χρήσεις/τα αγαθά σε εμπορεύματα και η δραστηριότητα/ εργασία/ πράττειν, σε αφηρημένη εργασία κενή νοήματος.

Όσο η εμπορευματική μορφή/σχέση γίνεται πιο καθολική και πιο περίπλοκη, τόσο μυστικοποιείται σε πάρα πολλά επίπεδα. Πέρα από την απόκρυψη των σχέσεων εκμετάλλευσης και κυριαρχίας πίσω από την «ελεύθερη ανταλλαγή» εργασίας-μισθού και τις σχέσεις ιδιοκτησίας έχουμε μια πολυεπίπεδη μυστικοποίηση των κοινωνικών σχέσεων: όπως μέσα από τον εκτεταμένο καταμερισμό/κατακερματισμό εργασίας χάνεται από τα μάτια του εργαζόμενου το ίδιο το νόημα της δραστηριότητάς του και εξαφανίζεται η ορατότητα της αξίας χρήσης, έτσι και μέσα από τον εκτεταμένο καταμερισμό/κατακερματισμό της επιστημονικής γνώσης χάνεται κάθε δυνατότητα για κατανόηση της συνολικής κίνησης του κόσμου μας μέσα στην ιστορικότητά του.

Ο καπιταλιστικός «ορθολογισμός» είναι αδιανόητος χωρίς την υπερεξειδίκευση και τον κατακερματισμό που επιτρέπει την υπολογιστική ποσοτικοποίηση των πάντων. Αυτή η διαδικασία επεκτείνεται εκτός εργοστασίου, ή, μάλλον καλύτερα, «εργοστασιοποιεί» το σύνολο της κοινωνίας. Θα μπορούσαμε να φέρουμε εδώ άπειρα εμπειρικά παραδείγματα αυτής της διαδικασίας από τα Mall της κατανάλωσης έως τα social media. Οι κοινωνικοί δεσμοί ως μορφές συνεργασίας και αλληλεπίδρασης διαμεσολαβούνται ολοένα και σε μεγαλύτερο βαθμό αποκλειστικά από τους αφηρημένους «νόμους»/λογάριθμούς μέσα στους οποίους εντάσσονται. Οι άνθρωποι μετατρέπονται σε απομονωμένα αφηρημένα άτομα που δεν συνενώνονται μεταξύ τους άμεσα και οργανικά. Για παράδειγμα, μπορεί να έχουμε χιλιάδες ψηφιακούς «φίλους», κι όμως την ίδια στιγμή να είμαστε απομονωμένοι μέσα στο σπίτι ή στο γραφείο μας. Για αυτή την καθολικότητα της πραγματοποίησης και της αλλοτρίωσης το δοκίμιο του Hartmut Rosa (Επιτάχυνση και αλλοτρίωση. Για μια κριτική θεωρία της χρονικότητας στην ύστερη νεωτερικότητα, Αθήνα, Εκδόσεις Πλήθος, 2021) έχει να πει πολλά περισσότερα από μένα.

Όπως το καπιταλιστικό σύστημα παράγεται και αναπαράγεται οικονομικά σε διαρκώς υψηλότερο επίπεδο με όλες τις καταστροφικές συνέπειες που αυτό έχει για τη βιωσιμότητα της ανθρωπότητας, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο η διαδικασία της πραγμοποίησης εισχωρεί όλο και πιο καθοριστικά στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την κοινωνία, δηλαδή στη συνείδηση που έχουμε για τον κόσμο στον οποίο ζούμε και για τον ίδιο μας τον εαυτό μέσα σ΄ αυτόν τον κόσμο.

Από αυτήν τη σκοπιά δεν μπορούμε να μιλάμε για ψευδή συνείδηση, όπως είπα στην αρχή της τοποθέτησής μου, αλλά για πραγματοποιημένη συνείδηση. Δεν έχουμε εδώ τον χρόνο να αναφερθούμε σε διάφορες πτυχές αυτής της πραγμοποιημένης συνείδησης που παρουσιάζει ο Λούκατς, για παράδειγμα, σε σχέση με την επιστήμη, τη δικαιοσύνη, τη δημοσιογραφία, αλλά νομίζω ότι θα έχει ενδιαφέρον αν έχετε διάθεση να τους ρίξετε μια ματιά, καθώς έρχονται να κουμπώσουν με τον άλλο άξονα της σημερινής κουβέντας, που είναι η γνώση.

Θα αναφερθώ όμως στη διαπίστωση που κάνει για το πώς οι ιδιότητες και οι ικανότητες του ανθρώπου μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία δεν συνενώνονται στην οργανική ενότητα του προσώπου, αλλά εμφανίζονται ως «πράγματα» ή ως «δεξιότητες και προσόντα» με την τρέχουσα γλώσσα της αγοράς, τα οποία ο άνθρωπος «κατέχει» και «εκποιεί» ακριβώς όπως και τα διάφορα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου. Η άρση της πραγμοποιημένης συνείδησης δεν είναι έργο μιας θεωρητικής ανάλυσης ή μιας στοχαστικής σύλληψης. Η άρση της πραγμοποιημένης συνείδησης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την άρση της ίδιας της πραγμοποίησης που συντελείται μέσα στην καπιταλιστική σχέση· είναι μέρος των αγώνων ενάντια στον καπιταλισμό, διαμορφώνεται από το επίπεδο, την ένταση και το βάθος αυτών των αγώνων και ταυτόχρονα τους ανατροφοδοτεί και τους αναδιαμορφώνει. Η συνειδητοποίηση είναι, με άλλα λόγια, η διαλεκτική διαδικασία στην οποία οι αγώνες ξεπερνούν τις αφορμές τους και το θυμικό της αδικίας και συναντούν τις δομικούς λόγους των εκμεταλλεύσεων και των καταπιέσεων μαζί με την επιθυμία της χειραφέτησης.

https://eleftheriakiporeia.wordpress.com/2023/12/13/θάρρος-ή-αλήθεια/

Μοιραστείτε το άρθρο