Δεν είναι Δημοκρατία Δεν είναι Ελευθερία

φορμή για το παρόν κείμενο στάθηκαν οι ερχόμενες εκλογές και η συζήτηση που ξεκίνησε από  την πιθανολογούμενη ανάληψη της πολιτικής ηγεσίας του κόμματος Κασιδιάρη από τον Α. Κανελλόπουλο, πρώην δικαστικό λειτουργό με καταγωγή από την περιοχή Καλαβρύτων (Κέρτεζη) και κατ’ επέκταση η εξίσου σημαντική συζήτηση που έχει προκύψει με την ψήφιση της τροπολογίας Βορίδη από την κυβέρνηση για την απαγόρευση συμμετοχής του ίδιου κόμματος στις προσεχείς εκλογές. Στην πορεία το ζήτημα έγινε ακόμα πιο ενδιαφέρον καθώς ξέσπασαν αλληλοκαρφώματα και αλληλοκαταγγελίες στις ακροδεξιές παραφυάδες (Μπογδάνου-Λατινοπούλου) με αποτέλεσμα την απαγόρευση συμμετοχής και των δυό τους απο τις εκλογές, καθώς και η τελική απαγόρευση συμμετοχής του κόμματος Κασιδιάρη από τον Άρειο Πάγο, δίνοντας όμως το δικαίωμα στον ομοϊδεάτη τους Α. Κανελλόπουλο να συμμετάσχει κανονικά με τον δικό του συνδυασμό “ΕΑΝ”. Με βάση τα παραπάνω μας δημιουργήθηκε η ανάγκη να εξετάσουμε και να εκφράσουμε γιατί θεωρούμε ότι η εξουσία αναζητά απαγορεύσεις κομμάτων για να προστατευθεί, κατά πόσο είναι αυτή μια δημοκρατική λύση και, τελικά πως και γιατί η κάθε εξουσία εργαλειοποιεί φασιστικές τεχνικές.

Για να απαντήσουμε στα παραπάνω ερωτήματα, πρέπει αρχικά να κατανοήσουμε τις εργαλειακές σχέσεις της εκάστοτε εξουσίας με την ακροδεξιά και τον φασισμό. Η τροπολογία Βορίδη αναδεικνύει αυτές τις σχέσεις ιδανικά καθώς κάνει ξεκάθαρο πώς το ίδιο σύστημα που γεννά και ενισχύει φασιστικές πρακτικές, όταν πάψει πια να βολεύεται από αυτές, τις απαγορεύει καθώς βρίσκει στο σώμα αυτών των ψηφοφόρων μια δεξαμενή από την οποία μπορεί να αντλήσει ψήφους προς όφελός του. Είναι σαφές ότι η χρήση του «φασισμού» από την εξουσία και ειδικότερα την τωρινή κυβέρνηση είναι ευκαιριακή. Ένα τέτοιο προφανές παράδειγμα είναι οι ελευθερίες που απολάμβανε  ο καταδικασμένος Κασιδιάρης μέσα από τη φυλακή (που άλλοι κρατούμενοι δεν έχουν), διενεργώντας μάλιστα  προεκλογικό αγώνα με video μίσους ενώ μόλις μάλλον τα εκλογικά νούμερα δεν έβγαιναν έσπευσαν άτσαλα να απαγορεύσουν με τροπολογία την συμμετοχή του. Εξάλλου, παρόμοια δείγματα εργαλειοποίησης φασιστικών πρακτικών έχουμε δει και στο παρελθόν είτε με συνεργασίες  της εξουσίας με ακροδεξιά κόμματα (ΧΑ-ΝΔ “off the record”, συγκυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ), είτε με την «απορρόφηση» ακροδεξιών στελεχών (π.χ. τώρα με Βορίδης, Γεωργιάδης, Πλεύρης) είτε ακόμη και με την υιοθέτηση και φυσιολογικοποίηση φασιστικών πρακτικών από το ίδιο το κράτος, βλ.: κρατικές παρακολουθήσεις, αστυνομική βία και κρατικές δολοφονίες (pushbacks μεταναστ(ρι)ών, δολοφονία του Ρομά Κώστα Φραγκούλη, Β. Μάγγου), και έλεγχος πληροφόρησης και ΜΜΕ (λίστες Πέτσα).

Από τα παραπάνω, γίνεται ξεκάθαρο πως αυτού του είδους οι απαγορεύσεις είναι ένα ζήτημα καίριο, καθώς θέτει υπό αμφισβήτηση την έννοια της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, την ελευθερία έκφρασης και την πολιτική ισορροπία. Το σημαντικότερο, είναι επικίνδυνο να δύναται η εκάστοτε κυβέρνηση να περνά νόμους και τροπολογίες σχετικά με την απαγόρευση όσων θεωρεί συγκυριακά ανταγωνιστές της και την εξαίρεσή τους από τις εκλογές μιλώντας για “άκρα” κάθε κατεύθυνσης με ότι κι αν αυτό σημαίνει. Τέλος, μια τέτοια απαγόρευση, αφενός δημιουργεί «ήρωες», κι αφετέρου πιστεύουμε ότι ουσιαστικές ακυρώσεις τέτοιων ναζιστικών μορφωμάτων θα πρέπει να έρχονται ως απόρροια λαϊκής απαίτησης και όχι να επιβάλλονται από τα πάνω.

Ως αποτέλεσμα, θεωρούμε ότι αναφερόμαστε σε μια δημοκρατία που βρίσκεται σε κρίση και είναι αναγκαίο να εξετάσουμε τους παράγοντες που μας οδήγησαν εδώ. Κυρίαρχο ρόλο σε αυτή τη κρίση έχει η έλλειψη εμπιστοσύνης  από τους πολίτες προς το σύστημα εξουσίας και τους αντιπροσώπους του. Οι πολίτες πλέον θεωρούν ότι οι πολιτικές που ασκούνται είναι παρόμοιες και εξυπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα ανεξάρτητα από ποιον ασκούνται (γενίκευση). Τέτοια συμφέροντα μπορεί να ορίζονται είτε από ΕΕ, ΔΝΤ, ΝΑΤΟ κλπ είτε από μεγαλοεπιχειρηματίες και εφοπλιστές και δεν έχουν ως γνώμονα το συμφέρον των πολιτών. Συγχρόνως, η αποποίηση ευθυνών από την εξουσία, με πρόσφατα παραδείγματα το ατύχημα στα Τέμπη, τη διαχείριση πανδημίας , φωτιές, και η αίσθηση ατιμωρησίας των «δικών τους παιδιών» (Λιγνάδης, περίπτωση Ζακ, περίπτωση παιδοβιαστή 12χρονης κ.α.) υπονομεύει και την εμπιστοσύνη στη δικαστική εξουσία. Τέλος, ο συνδυασμός του αχόρταγου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού μαζί  με την έλλειψη πολιτικής παιδείας και την απογοήτευση για τις απώλειες κοινωνικών κεκτημένων οδηγεί σε αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων, στην εργασιακή ανασφάλεια, στη μείωση των μισθών και στην κατάρρευση βασικών  κοινωνικών αγαθών (παιδεία, υγεία). Ως αποτέλεσμα, ενθαρρύνεται η ανάγκη για «εύκολες λύσεις» και προωθείτε η φιλολαϊκή ρητορική του φασισμού που αντί να εστιάζει στους πραγματικούς υπεύθυνους κανονικοποιεί τις φασιστικές πρακτικές της εκάστοτε εξουσίας.

Αναλογιζόμενοι όλα τα παραπάνω, δεν μας προκαλεί έκπληξη το γεγονός πως έχουμε φτάσει στο σημείο να παρατηρούμε την εκκόλαψη ακροδεξιών και φασιστικών πεποιθήσεων σε μαρτυρικούς τόπους όπως η περιοχή των Καλαβρύτων. Άλλωστε το νέο μοντέλο ανάπτυξης, που ενθαρρύνεται από τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, αφενός αποσυνδέει την πολιτική και ιστορική μνήμη από την περιοχή, αφετέρου υπονομεύει τη σχέση ανάμεσα στους κατοίκους και τη φύση – είτε μετατρέποντας την μνήμη σε εμπορεύσιμο προϊόν για τουριστική ανάπτυξη και κέρδος, είτε μέσω της (υπερ)εκμετάλλευσης της γης για «πράσινη» ανάπτυξη (βλ. ανεμογεννήτριες) και τουρισμό, παραβλέποντας την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος (βλ. ασθένεια πλατάνων στην περιοχή μας). Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι η αύξηση της ανομοιογένειας ανάμεσα σε χωριά κοντινά μεταξύ τους, η έλλειψη ευκαιριών εργασίας, η συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια λίγων, καθώς και η λήψη αποφάσεων από ακόμα λιγότερους (κοτσαμπασισμός) οδηγώντας τελικά τα χωριά σε παραμέληση και παρακμή. Τελικά, όλα αυτά συνεισφέρουν στην απώλεια ελπίδας και εμπιστοσύνης που αναφέραμε παραπάνω, ενώ παράλληλα επιτρέπουν στην ανάδειξη φασιστικών κινημάτων ως ελκυστική και εύκολη λύση για μια μερίδα του πληθυσμού.

Καταλήγοντας, για να αντιμετωπίσουμε όλα τα παραπάνω θεωρούμε ότι αυτό που χρειάζεται είναι μια ριζοσπαστική αλλαγή στην κοινωνικοοικονομική μας δομή, αντικαθιστώντας την ιδιωτική λογική του εγώ με την αλληλέγγυη και την κοινοτικότητα του εμείς. Ταυτόχρονα, απάντηση στον φασισμό θα δώσουμε μόνο αν επανασυνδέσουμε την ιστορική μνήμη, με την τοπική κουλτούρα και τη φύση, μέσω της πολιτικής εκπαίδευσης και της ενεργής συμμετοχής σε αυτόνομες και οριζόντιες κοινωνικές ομάδες, στις οποίες λαμβάνουμε αποφάσεις συλλογικά, αμεσοδημοκρατικά και χωρίς ιεραρχίες.

Για αυτούς τους λόγους ως ΕΜΕΙΣ Αυτοοργανωμένη Συλλογικότητα Καλαβρύτων  καλούμε σε συμμετοχή και συνδιαμόρφωση, στον τόπο μας και στους χώρους εργασίας και εκπαίδευσης, ώστε να δημιουργήσουμε τοπικούς πυρήνες αντίστασης και αυτοδιαχείρισης. Ταυτόχρονα στεκόμαστε απέναντι σε κάθε φασιστικό μόρφωμα και μορφή εξουσίας που δημιουργεί κοινωνικούς αποκλεισμούς και διακρίσεις και στεκόμαστε αλληλέγγυοι σε όσους πλήττονται από τις πολιτικές της ελεύθερης αγοράς.

ΕΜΕΙΣ Αυτοοργανωμένη Συλλογικότητα Καλαβρύτων

Μοιραστείτε το άρθρο