Ο θάνατος απέναντι στη ζωή: δυο αφηγήσεις από τη Sainte-Soline

Α. Μ.: Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος τραύματος στη διαδήλωση της Sainte-Soline

Όταν χτύπησε το τηλέφωνό μου είχαμε Δευτέρα 20 Μάρτη. Μου τηλεφωνεί ένας φίλος προτείνοντας να συμμετάσχουμε στη διαδήλωση της Sainte-Soline το επόμενο Σάββατο. Η ερώτηση με αιφνιδίασε. Γνωρίζω καλά το θέμα, είχα μάλιστα διαβάσει για την κινητοποίηση της 25ης Μάρτη… αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα έπαιρνα μέρος. Γιατί να έκανα κάτι τέτοιο; Πραγματικά δεν ξέρω καθόλου. Ένιωθα απρόθυμος να μετακινηθώ για να διαδηλώσω έξω από την πόλη μου και, μάλιστα, στην ύπαιθρο, στην άλλη άκρη της Γαλλίας. Όλα αυτά μου φαίνονταν εξωγήινα, σχεδόν ασυνείδητα. Καταλήγω να του απαντήσω ότι χρειάζομαι χρόνο να το σκεφτώ, να ενημερωθώ… ή ίσως απλώς να προετοιμαστώ. Μελετάω, κάνω κάποια πρόσθετη έρευνα. Ανακαλύπτω ότι η διαδήλωση έχει απαγορευτεί από τη νομαρχία. Προβληματίζομαι. Είμαι έτοιμος να αψηφήσω την παρανομία για να αντιταχθώ νόμιμα σε ένα σχέδιο που φαίνεται παράλογο από κάθε άποψη; Κάπου παραμένει η απάντηση εκκρεμής. Κι έπειτα…

Κι έπειτα – την επομένη – ο Μακρόν τοποθετείται. Η αλαζονεία του και η απόρριψη της δημοκρατίας με εξόργισαν. Με την άρνησή του για διάλογο και συμβιβασμό μόλις άνοιξε το κουτί της Πανδώρας, νομιμοποιώντας έτσι τη βία και τις συγκρούσεις μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομίας. Τι έχει απομείνει από τη δημοκρατία όταν ο πρόεδρος δηλώνει ότι «το πλήθος δεν έχει καμία νομιμοποίηση μπροστά στον λαό που εκφράζεται μέσω των εκλεγμένων αντιπροσώπων του»; Τι απομένει από νόμιμες δράσεις όταν η δύναμη του πολίτη περιορίζεται στον ρόλο ενός ανά πενταετία ψηφοφόρου; Όχι πολλά. Βία ή παράδοση, λέω εγώ. Δύσκολο να μην πέσει κανείς σε αυτή την παγίδα. Κι έπειτα…

Κι έπειτα, οι πολιτικές δηλώσεις διαδέχονταν η μια την άλλη, με τη μια πιο αισχρή από την άλλη. Οι διαδηλώσεις μαίνονται και η Γαλλία συνεχίζει να φλέγεται. Η αστυνομική βία οργιάζει επιχειρώντας να περιορίσει την οργή που εκφράζεται στα κέντρα των πόλεων. Τίποτα δεν γίνεται. Το πολιτικό σύστημα και τα μέσα ενημέρωσης αμύνονται και στη συνέχεια αντεπιτίθενται. Ο κυνισμός είναι εκτός ορίων. Χρησιμοποιεί και καταχράται ένα οπλοστάσιο ρητορικών εργαλείων και αναληθειών που του επιτρέπουν να ανατρέπει τις ισορροπίες, να αντιπαραθέτει το καλό και το κακό, το σωστό και το λάθος, να υποβιβάζει ένα κοινωνικό κίνημα τριών εκατομμυρίων ανθρώπων σε «ταραξίες» που σπέρνουν τον τρόμο και στην «υπεραριστερά» που τους καθοδηγεί. Προκειμένου να αναβιβάζει τον εαυτό του σε «εγγυητή της δημοκρατικής τάξης» απέναντι στους ταραξίες και σε όσους θέλουν να «υπονομεύσουν τη δημοκρατία». Πόσο υπέροχη και επικίνδυνα ανάστροφη ρητορική. Το αδιέξοδο είναι απόλυτο. Κι έπειτα…

Κι έπειτα, διαδηλώνουμε την Πέμπτη 23 Μάρτη, για άλλη μια φορά, όπως εκατομμύρια γάλλοι, μεταξύ συντρόφων, οικογενειών, συναδέλφων ή φίλων. Η ένταση έχει ανέβει στα ύψη. Η αστυνομία βρίσκεται παντού στην πόλη. Έπρεπε να περάσουμε από οδοφράγματα για να βρούμε το μπλοκ. Ένας άνδρας βρίσκεται μπροστά μου, ανοίγει την τσάντα του και αρχίζει να τρέχει. Τον πιάνει η αστυνομία. Ένα, δυο, τρία, τέσσερα όργανα των CRS πέφτουν πάνω του, μαζεύει άλλες τόσες κλωτσιές. Παρότι βρίσκεται ήδη ακινητοποιημένος στο έδαφος, στον έλεγχό τους. Τρέχουμε να τους σταματήσουμε και να τους αποτρέψουμε να συνεχίσουν. Εκείνος σηκώνεται και απομακρύνεται. Συνεχίζουμε, μπαίνοντας τελικά στη διαδήλωση. Καθώς φτάνουμε στο σημείο άφιξης, αιφνιδιαζόμαστε από μια υποχώρηση. Βόμβες δακρυγόνου εκτοξεύονται ακριβώς μπροστά μας δίχως να μπορούμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει. Αύρες νερού αρχίζουν να ψεκάζουν το πλήθος. Βρισκόμαστε σε μια λεωφόρο. Προσπαθούμε να απομακρυνθούμε αλλά η πορεία συνεχίζει να προχωράει πίσω μας. Καταφέραμε να τρυπώσουμε σε κάθετους δρόμους μπας και φύγουμε από τη διαδήλωση. Η αστυνομία μπλόκαρε όλες τις εξόδους. Ήταν αδύνατο να βγούμε έξω. Είμαστε περικυκλωμένοι. Πλησιάζω έναν αστυνομικό και του ζητώ να μου δείξει μια πόρτα εξόδου. Είχε το ένα χέρι στο γκλοπ και μια χειροβομβίδα στο άλλο. Μου φωνάζει «βγες έξω, αλλιώς θα στην αμολήσω». Κι όμως είμαι μόνος, με το πρόσωπο ακάλυπτο. Μπορώ να δω τον φόβο στα μάτια του. Σκέφτομαι πως θα ‘ναι με το ζόρι λίγο μεγαλύτερός μου. Τον λυπάμαι, μας λυπάμαι, για την κατάσταση στην οποία είμαστε αναγκασμένοι να ζούμε, για όλη αυτή τη βία και την επιθετικότητα που μας τυφλώνει και μας αποβλακώνει. Θα ήθελα σχεδόν να τον καθησυχάσω, να του πω ότι δεν πρέπει να ακούει τι λένε οι συνάδελφοί του για εμάς. Ότι προσπαθούμε να αγωνιστούμε για τα δικαιώματά μας και όχι να «σκοτώνουμε μπάτσους». Ρωτάμε έναν άλλο αστυνομικό, ο οποίος τελικά απαντά στις ερωτήσεις μας. Δεν ξέρουν τι συμβαίνει και μας ζητούν να περιμένουμε. Η ένταση ανεβαίνει ξανά, ο κόσμος γίνεται περισσότερο πιεστικός και πολυάριθμος. Οι ηλικιωμένοι. Γονείς με παιδιά. Κάποιοι από αυτούς μας καλούν να σπάσουμε τον αποκλεισμό για να βγούμε έξω. Νιώθω τους σφυγμούς μου να επιταχύνονται. Αισθάνομαι ευάλωτος, τόσο εξαρτημένος από μια ιεραρχική απόφαση και έναν θεσμό που δεν εμπιστεύομαι πλέον. Μετά από τριάντα λεπτά βγαίνουμε τελικά έξω. Αναπνέουμε ξανά. Κι έπειτα…

Κι έπειτα, έρχεται η Παρασκευή. Οι εικόνες της προηγούμενης ημέρας περνούν από το μυαλό μου. Σκέφτομαι ότι για πρώτη φορά φοβήθηκα πραγματικά κατά τη διάρκεια διαδήλωσης. Νιώθω ένα κόμπο στο στομάχι μου. Μια φωτιά που καίει. Θυμό… και πολλή θλίψη. Κόκκινα κάρβουνα που αναζωπυρώνονται κάθε φορά που μιλάει η κυβέρνηση. Αυτό παραπάει. Δεν θα τους αφήσω να καταστρέψουν τη χώρα μας αμαχητί. Παίρνω πίσω τον φίλο μου. Θα πάμε στη Saint-Soline.

Φτάνουμε βράδυ Παρασκευής. Ο ήλιος έχει μόλις δύσει. Η νύχτα είναι δροσερή και υγρή. Οι δρόμοι είναι ιδιαίτερα λασπωμένοι. Εκατοντάδες αυτοκίνητα βρίσκονται στους δρόμους που οδηγούν στον κεντρικό καταυλισμό. Καταφέρνουμε με δυσκολία να βρούμε μια θέση για να παρκάρουμε. Ώρα να τσιμπήσουμε κάτι και να ενωθούμε με τις μεγάλες σκηνές που φαίνονται στο βάθος. Έχει ήδη σκοτεινιάσει. Περπατάμε για κάνα τεταρτάκι. Τα αυτοκίνητα συνεχίζουν να καταφθάνουν. Στη διαδρομή συναντάμε όλο και περισσότερους ανθρώπους. Άνθρωποι από όλη τη Γαλλία, καλά τυλιγμένοι, μεταφέρουν τον εξοπλισμό τους για τη νύχτα. Φτάνουμε στον καταυλισμό. Σκηνές έχουν στηθεί, τουαλέτες, τρακτέρ, προκατασκευασμένα κτίρια στα οποία βλέπω υπολογιστές συνδεδεμένους με γεννήτριες, και πάνω απ’ όλα ανθρώπους, ξανά και ξανά. Αρχίζει να βρέχει. Βρίσκουμε καταφύγιο κάτω από τη μεγαλύτερη κληματαριά. Η ατμόσφαιρα είναι ένθερμη, έτσι που ‘ρχεται σε αντίθεση με τη δροσιά που επικρατεί έξω. Τραγουδάμε εν χορώ, λες και μας δίνουν κουράγιο για την επόμενη μέρα. Δεν τα γνωρίζουν όλοι, ούτε κι εγώ. Αυτό με καθησυχάζει. Λέω στον εαυτό μου ότι δεν είμαι ο μόνος που βρίσκεται εδώ πρώτη φορά.

Την επομένη συναντιόμαστε ξανά στην κατασκήνωση βάσης. Τα πρόσωπα είναι κουρασμένα, μερικές από τις σκηνές είναι βουτηγμένες στη λάσπη εξαιτίας της νυχτερινής καταιγίδας. Ένα μεγάφωνο ακούγεται. Μαζευόμαστε γύρω από μια εξέδρα και ακούμε τις διαδοχικές ομιλίες. Η σιωπή είναι μυσταγωγική. Μόνο το ελικόπτερο της χωροφυλακής αιωρείται από πάνω μας. Μας λένε για την οργάνωση της ημέρας, δίνουν οδηγίες ασφαλείας, για τα δικαιώματά μας στην αστυνομική επιτήρηση κ.λ.π. Μας δίνουν τηλέφωνα και το όνομα του αστυνομικού τμήματος. Μας δίνουν αριθμούς ιατρικής και νομικής βοήθειας. Ένα ρίγος με διαπερνά. Ένα ακόμη ρίγος, όταν ο Julien Le Guet, αφού μας καλωσόρισε, μας ανακοίνωσε ότι θα πρέπει να «είμαστε δυνατοί», ότι θα είναι «δύσκολο», ότι θα πρέπει να «κρατηθούμε» γιατί «δεν θα μας κάνουν χάρες». Ήμουν ταυτόχρονα ενθουσιασμένος και τρομοκρατημένος. Παρόλο που είχα προετοιμαστεί, νομίζω ότι εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα τη σημασία του γεγονότος και πόσο εξαιρετικό ήταν αυτό που βιώνουμε.

Οι ομάδες σχηματίζονται. Ο φίλος μου θέλει να πάει με τους «κίτρινους», αυτούς που κινούνται πιο γρήγορα και, επομένως, θα έρθουν νωρίτερα σε επαφή με την αστυνομία. Δεν θέλω να τον ακολουθήσω. Νομίζω ότι χρειάζομαι πρώτα έναν γύρο παρατήρησης. Διαλέγω την πιο αργή «ροζ» ομάδα, αυτούς που μεταφέρουν το ξύλινο γλυπτό της προτομής στη μεγάλη δεξαμενή ύδρευσης. Ο φίλος μου μου είπε: «Αν δεν είσαι ακόμα έτοιμος να συλληφθείς για να υπερασπιστείς τις ιδέες σου, θα συναντηθούμε αργότερα». Είχε δίκιο. Σαφώς δεν ήμουν έτοιμος, κάθε άλλο. Ξεκινήσαμε. Συνάντησα μερικούς παλιούς συναδέλφους. Η παρουσία τους με κάνει να αισθάνομαι καλά. Είμαι στο μπλοκ περιτριγυρισμένος από ανθρώπους όλων των ηλικιών. Πολλοί νέοι ενήλικες, αλλά και παιδιά και άνθρωποι που έχουν τουλάχιστον την ηλικία των γονιών μου. Αυτοί είναι λοιπόν οι «πιο βίαιοι ταραξίες στην Ευρώπη» που συγκεντρώθηκαν στη Sainte-Soline; Η ατμόσφαιρα είναι χαλαρή. Οι άνθρωποι συζητούν όταν δεν τρώνε σνακ ή κομμάτια από τα κέικ τους, τα οποία κάποιοι από αυτούς μοιράζουν με ένα μεγάλο χαμόγελο. Είναι ανακουφιστικό, είναι ωραίο συναίσθημα. Κατόπιν περισσότερο από μιας ώρας πεζοπορίας, βλέπουμε τελικά τη δεξαμηνή. Στο βάθος διακρίνουμε μια σπασμένη γραμμή από μπλε φορτηγάκια που την περιβάλλουν. Οι τόνοι ανεβαίνουν. Αμφισβητούμε ο ένας τον άλλον, είμαστε αγανακτισμένοι, φοβόμαστε ότι τα πράγματα θα εξελιχθούν άσχημα.

Κόβουμε δρόμο μέσα από χωράφια και ρυάκια. Τα πόδια μας βυθίζονται στο νωπό χώμα. Αρχίζουμε να κουραζόμαστε. Φτάνουμε στην αριστερή πλευρά της μεγάλης δεξαμενής μπορώντας πλέον να δούμε όλο το σκηνικό. Φορτηγά, αύρες νερού, φράγματα, θωρακισμένα οχήματα, τετράτροχα, μια αστυνομία πανταχού παρούσα. Το πεζικό υπερασπίζεται ένα φρούριο με μια τρύπα στο έδαφος. Είναι τρομακτικό. Ήμασταν περίπου εκατό μέτρα από τους χωροφύλακες όταν είδαμε ένα άλλο μπλοκ στα δεξιά μας, στην άλλη άκρη του χωραφιού. Ο ουρανός φαίνεται ξαφνικά να σκοτεινιάζει. Οι γουρούνες ξεκινούν και ρίχνουν τις πρώτες βόμβες δακρυγόνων στις οποίες οι διαδηλωτές απαντούν με πυροτεχνήματα. Ευτυχώς ο άνεμος είναι υπέρ μας και το μπλοκ συνεχίζει να προχωράει. Στη συνέχεια καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για την πρώτη μιας μακράς ακολουθίας συμπλοκών. Ακολουθούμε τις οδηγίες και συνεχίζουμε την πορεία μας. Καταφέραμε να περάσουμε γύρω από τη δεξαμενή ύδρευσης και να φτάσουμε στο τέλος της. Πίσω, οι μάχες μαίνονται και οι εκρήξεις είναι συνεχείς. Από εδώ μπορούμε να νιώσουμε τα ωστικά κύματα. Σκεφτόμαστε ότι γίνεται μακελειό και ότι πρέπει να υπάρχουν πολλοί τραυματίες. Πυκνός μαύρος καπνός βγαίνει από ένα φλεγόμενο φορτηγό.

Αναρωτιέμαι πώς θα τελειώσουν όλα αυτά… Ταυτόχρονα ερχόμαστε σε επαφή με τους χωροφύλακες, χέρι με χέρι, χωρίς βλήματα, μόνο με την αποφασιστικότητά μας να μην ενδώσουμε στη βία τους. Τα πρώτα δακρυγόνα εκτοξεύονται. Μετά άλλα. Οι γραμμές σπάνε, υποχωρούμε. Τις ανασχηματίζουμε και προχωράμε ξανά μπροστά. Φωνάζουμε «Ένα, δυο, τρία, προχωράμε» για να κάνουμε ένα ακόμη βήμα, όλοι μαζί. Δεν έχω γυαλιά, τα μάτια μου τσούζουν τρομερά, απομακρύνομαι. Η όξινη, καυστική μυρωδιά του αερίου γεμίζει τα πνευμόνια μου. Δεν ξέρω πλέον πώς να αντιδράσω. Διστάζω, μετά καταλήγω να γυρίζω πίσω κάτω από μια βροχή δακρυγόνων, όλο και περισσότερες ριπές, όλο και περισσότερες. Μια ομάδα είναι απασχολημένη να τις σβήνει με κομμάτια χώματος. Είναι πάρα πολλοί. Κάνουμε ένα βήμα πίσω για άλλη μια φορά, ίσα ίσα για να πάρουμε ανάσα και να βάλουμε κολλύριο. Ξαφνικά ακούγονται τρεις δυνατοί κρότοι. Ξαφνιάζομαι. Μέχρι να καταλάβω τι έχει μόλις συμβεί, τέσσερα άτομα πέφτουν μπροστά μου. «Γιατροί! Γιατροί!», φωνάζουν, ενώ τα δάχτυλα δείχνουν την περιοχή στην οποία βρίσκομαι. Τους πηγαίνουν στο πίσω μέρος και τους περιποιούνται γρήγορα. Τα τραύματά τους φαίνονται επιφανειακά. Μερικές ακόμη χειροβομβίδες εκτοξεύονται μπροστά μας, ως προειδοποίηση για όσους θα τολμούσαν να προχωρήσουν ξανά. Κοιτάζω γύρω μου. Οι άνθρωποι είναι φοβισμένοι, ταραγμένοι. Αυτός ο παροξυσμός βίας λειτουργεί σαν βαριοπούλα. Συνειδητοποιούμε τον κίνδυνο και την αποφασιστικότητά τους να υπερασπιστούν το φρούριο, κάνουν «ό,τι χρειαστεί» με ανθρώπινους όρους. Κανείς μας δεν είναι εδώ για να χάσει τη ζωή του ή να ακρωτηριαστεί. Τα μεγάφωνα ηχούν ξανά. Μας λένε ότι οι «γιατροί» έχουν ξεμείνει από ιατρικό εξοπλισμό και ότι είναι απαραίτητη μια «ανακωχή». Οι συγκρούσεις σταματούν και δεν πρόκειται να ξαναρχίσουν. Γυρνάμε πίσω και βλέπουμε την έκταση των ζημιών. Οι τραυματίες, τα δυο καμένα φορτηγά, το κάνιστρο των χειροβομβίδων που βρίσκονται πεταμένες στο έδαφος, οι σμιλεμένες πέτρες. Μας λένε ότι ένα ασθενοφόρο πρόκειται να φτάσει. Όλα φαίνονται τόσο σουρεαλιστικά.

Εκείνη τη στιγμή, δεν συνειδητοποιώ ακόμη τι βίωσα ούτε ότι αυτές οι εικόνες θα περνούν από το μυαλό μου για πολύ καιρό ακόμα. Ότι θα χύσω δάκρυα όταν η φίλη μου με αναζητήσει στο σταθμό και μου πει ότι οι γονείς της ανησυχούν. Σαν να έχω επιστρέψει από πολύ μακριά, από μια άλλη χώρα, έναν άλλο κόσμο, έναν άλλο πλανήτη. Σαν να ήμουν τελικά λιγάκι επιζών. Τραυματισμένος, αλλά ακόμα ασφαλής και υγιής, σε αντίθεση με μερικούς ανθρώπους. Ξέρω ότι θα υπάρξει ένα «πριν» και ένα «μετά» τη Sainte-Soline, για μένα, για τα κινήματα αγώνα, ίσως ακόμα και για τη Γαλλία. Αισθάνομαι υπερήφανος που συμμετείχα. Που αγωνίστηκα για μια κοινωνία όπου ο βιομηχανικός καπιταλισμός θα σταματήσει να παίρνει το νερό μας, τη φύση μας, τη ζωή μας… την ανθρωπιά μας. Παρά τους σωματικούς τραυματισμούς που για την κυβέρνηση δεν θα ‘ναι παρά «παράπλευρες απώλειες». Παρά τα ψυχολογικά τραύματα που συνοδεύουν μια ύπαρξη. Τώρα ξέρω πού βρίσκομαι, ξέρω ότι η αδικία και η καταστολή είναι οι δυο όψεις της ίδιας ετοιμοθάνατης δύναμης. Και τότε η ανυπακοή αντιστοιχεί στο καθήκον να υπερασπιστούμε τη δημοκρατία μας απέναντι σε μια κυβέρνηση που έχει επιλέξει τον αυταρχισμό ως μόνη της απάντηση. Ξέρω ότι κουβαλάω αυτόν τον θυμό μέσα μου, αυτόν τον θυμό με τον οποίο ζω τώρα και τον οποίο μαθαίνω να κατανοώ έτσι ώστε να είναι ενάρετος και όχι καταστροφικός. Γνωρίζω επίσης ότι πρέπει να τον κατανοήσω, να τον μετατρέψω σε ενέργεια που βοηθά στη διαμόρφωση ενός κόσμου στον οποίο προσβλέπω, με σεβασμό στη ζωή της οποίας είμαστε εγγενώς μέρος.

Ζήτω η υπεράσπιση της φύσης και όλων όσων συμβάλλουν σε αυτήν.

NO BASSARAN.

A. M.

C. M.: Η αφήγηση μιας διαδηλώτριας στη Sainte-Soline

Μια εβδομάδα μετά το συμβάν στη Sainte-Soline, οι μπότες πεζοπορίας μου έμεναν ακόμη καλυμμένες από χώμα, σαν να ‘θελαν να θυμίζουν ότι η μέρα εκείνη δεν ήταν ένα κακό όνειρο. Και όταν αποφάσισα να τις πλύνω, το πλύσιμο συνιστούσε έναν τρόπο να εξαφανίσω, να προχωρήσω. Η βρωμιά ήταν κολλώδης, όπως και οι εικόνες που εισέβαλαν στο μυαλό μου μέρα και νύχτα. Καθώς τις έτριβα, αισθανόμουν πως μπορούσα να μυρίσω τα δακρυγόνα, να ακούσω ξανά τις βόμβες να σφυρίζουν, αλλά ούρλιαξα «σταμάτα». Τις μούσκεψα, τις βύθισα στο νερό. Έπνιξα τα παπούτσια μου, έτσι που εκείνη η γαμημένη γη να βγάλει τον σκασμό.

Δίπλα στα παπούτσια, τα γυαλιά κολύμβησης παρέμεναν αμετακίνητα. Γελοίο. Ροζ και μπλε, πρώτη τιμή, κλεμμένα από παιδιά. Ένα πενιχρό εργαλείο προστασίας, γιατί τα βγάζουμε πέρα με ό,τι έχουμε. Το πρωί της 25ης καθώς τα έβαζα στην τσάντα μου, γέλαγα.

Η αλήθεια είναι ότι τους απεχθάνομαι. Αυτούς που μας αναγκάζουν να ντυνόμαστε για να διαδηλώσουμε. Γυαλιά, μάσκα, ωτοασπίδες, κράνος. Και τι άλλο; Δεν είμαστε στρατός, εμείς είμαστε άνθρωποι.

Έφτασα στη Sainte-Soline το πρωί του Σαββάτου, 25 Μάρτη, λέγοντας στον εαυτό μου ότι ήταν σημαντικό να είμαι εκεί. Ότι έπρεπε να ξεκουνήσουμε για να υπερασπιστούμε τη γη μας, η οποία βρίσκεται σε τόσο κακή κατάσταση. Ότι αυτός ο αγώνας, για το νερό, για το κοινό καλό, ήταν δίκαιος και απαραίτητος. Δεν ήμουν άλλωστε μακριά από το σπίτι μου, οπότε δεν είχα άλλη επιλογή. Ήμουν εκεί, άρρωστη με πυρετό, αλλά χαρούμενη. Ήμουν εκεί και για όλους τους ανθρώπους, οικογένεια, φίλους, παιδιά, που δεν μπόρεσαν να έρθουν αλλά για τους οποίους τέτοιου είδους μελήματα ήταν αναγκαία. Νομίζω ότι όλοι είχαν στους ώμους τους μια μικρή ομάδα αγαπημένων προσώπων που τους έδινε δύναμη.

Στο σημείο το πλήθος ήταν εντυπωσιακό, ποικίλο, πολύχρωμο, μαχητικό, θαρραλέο, δεν είναι ούτως ή άλλως αδιάφορη η συγκέντρωση 30.000 ανθρώπων που μαζεύονται παρά την απαγόρευση, παρά τους ελέγχους, παρά το κρύο και τη βροχή. Ήμασταν πολλά και αυτό ήταν μια παρηγοριά. Πώς θα μπορούσαν να μας αγνοήσουν, τόσους πολλούς πολίτες από την περιοχή, τη χώρα, την Ευρώπη, που συγκλίνουν για να ακουστεί η φωνή τους; Τα πράγματα θα γίνονταν επιτέλους. Θα κάναμε θόρυβο. Η ύπαρξη αυτών των παράλογων δεξαμενών ύδρευσης, θα αμφισβητούνταν μια για πάντα, δεν θα συζητιόταν καμιά επόμενη. Τα ποτάμια θα μπορούσαν λοιπόν να συνεχίζουν να ρέουν.

Τα μπλοκ ξεκίνησαν. Το δικό μας είναι μπλε, λέγεται Χέλι, τραγουδάει, μιλάει, ρωτάει «πότε φτάνουμε»; Μια ματιά πίσω είναι αρκετή για να την δεις να απλώνεται όσο μακριά φτάνει το βλέμμα διατρέχονται μικρούς επαρχιακούς δρομίσκους. Το σιτάρι και το κριθάρι φυτρώνουν, οι άνθρωποι προσέχουν να μην τα συνθλίψουν. Οι γυναίκες ψάχνουν για φράχτες για να κρύψουν τις πιεστικές τους ανάγκες και μετά όταν οι φράχτες λιγοστεύουν ουρούν στα χωράφια με την ελαιοκράμβη. Είμαστε ενωμένοι, δεν ξέρουμε πραγματικά τι μας περιμένει στο τέλος, αλλά είμαστε μαζί. Ευτυχισμένοι, με κίνητρο να υπερασπιστούμε την υπόθεσή μας. Στο βάθος βλέπουμε τους φίλους ενός άλλου μπλοκ, είναι και αυτοί χιλιάδες, είναι εντυπωσιακό.

Φτάνουμε στο χωριό όπου τίθεται σε ισχύ η απαγόρευση των διαδηλώσεων. Περιμένω να μας υποδεχτούν χωροφύλακες. Αλλά τίποτα, είναι παράξενα ήρεμα. Από πάνω μας, υπάρχει ακόμα αυτό το ελικόπτερο που μας παρακολουθεί στενά, δεν μας αφήνει να φύγουμε, προβλέπεται καταιγίδα. Ξέρουμε ότι μας παρακολουθούν, μας βιντεοσκοπούν, μας κατασκοπεύουν.

Έπρεπε να διασχίσουμε χαντάκια, έπρεπε να περπατήσουμε στη λάσπη που σκλήραινε τα πέλματά μας, έπρεπε να περάσουμε μέσα από τις τεράστιες λακκούβες από τις καταρρακτώδεις βροχές της προηγούμενης ημέρας. Οι διοργανωτές μας είχαν συμβουλέψει να πάρουμε ένα εφεδρικό ζευγάρι κάλτσες, το βρήκα χαριτωμένο κι όχι μαλακία.

Αρχίζουμε να βλέπουμε τη δεξαμενή, πολεμικές φιγούρες στέκονται στα αναχώματά της, μικροί μολυβένιοι στρατιώτες με πανοραμική θέα. Το μπλοκ ανατριχιάζει, η ατμόσφαιρα ηλεκτρίζεται. Η ιδέα, όπως μεταδίδεται από τα μεγάφωνα, είναι να περικυκλώσουμε τη δεξαμενή, να προχωρήσουμε, ίσως να ενώσουμε τα χέρια. Λέγαμε να φάμε κάνα σάντουιτς, αλλά ήδη τα δακρυγόνα έπεφταν πάνω μας. Το πλήθος διασκορπίζεται δεξιά κι αριστερά, εμείς προσπαθούμε να κρατήσουμε το μπλοκ μας με κάθε τρόπο. Τσούζει. Φοβάμαι μήπως καταπιώ πολύ αέριο γιατί τα πνευμόνια μου είναι χάλια, ρυθμίζω ξανά τη μάσκα μου αλλά περνάει. Μια κοπέλα δίπλα μου με ψεκάζει με maalox, ανακουφίζομαι αμέσως, δεν προλαβαίνω να την ευχαριστήσω, έχει ήδη αναζητήσει άλλους ανθρώπους σε ανάγκη.

Και τότε οι αναμνήσεις αναμειγνύονται σε μια πλήρη απώλεια του χώρου και του χρόνου. Χειροβομβίδες σφυρίζουν στον ουρανό. Οι εκρήξεις διαδέχονται η μια την άλλη. Ο καπνός από τα αέρια καθιστά αδύνατη την όραση. Οι αισθήσεις εντείνονται, ο λαιμός περιστρέφεται κατά 360°, τα αυτιά είναι σε επιφυλακή, προσπαθούμε να προβλέψουμε τις τροχιές των βλημάτων. Μικρές ομάδες τρέχουν προς τα βλήματα δακρυγόνου για να τα πνίξουν με χώμα. Άλλες προσπαθούν να προχωρήσουν με κάθε κόστος. Παραμένω σε μια απόσταση την οποία θεωρώ λογική, εντελώς ζαλισμένη από τη σκηνή. Υπνωτισμένη από τις φλόγες τους βλέπω να ξεπηδούν από ένα φορτηγό των CRS, μετά από ένα δεύτερο. Εγείρονται αφελείς ερωτήσεις: «Γιατί δεν σβήνουν τη φωτιά; Πρέπει να έχουν πυροσβεστήρες;» και μια ελπίδα, ακόμα πιο αφελής, «…με αυτά που ρίχνουν, το απόθεμά τους θα πρέπει να εξαντληθεί σύντομα…».

Σκέφτομαι τον παππού μου που τραυματίστηκε το 1940, σκέφτομαι την Ουκρανία, σκέφτομαι τους φίλους μου που ήταν κομπάρσοι στα γυρίσματα του Μια μακρά Κυριακή αρραβώνων [Un long dimanche de fiançailles] στο Montmorillon και που είχαν επιστρέψει λίγο τραυματισμένοι από τόσο ρεαλισμό, σκέφτομαι το αξιοθέατο Puy du Fou στον πόλεμο του 14, προσκολλώμαι στις αναφορές, έχω την εντύπωση ότι βρίσκομαι σε έναν κόσμο εντονότερης πραγματικότητας. Νομίζω ότι τότε είναι που ο εγκέφαλός μου αρχίζει να κάνει πατινάζ. Αποσύνδεση. Πού βρίσκομαι; Τι κάνω εδώ; Γιατί γίνεται πόλεμος; Το σώμα βρίσκεται σε κατάσταση επιβίωσης. Θέλει να φωνάξει στις δυνάμεις της αταξίας, «σταματήστε το, γαμώτο», αλλά τώρα είμαι απλώς ένα σωματίδιο μέσα στο πλήθος. Το χάσμα ανάμεσα σε αυτό που ήρθαμε να κάνουμε – να προστατεύσουμε τους ζωντανούς – και σε αυτό που συμβαίνει – το ότι μας τρομοκρατούν με όπλα που οι περισσότεροι από εμάς δεν ήξεραν καν ότι υπάρχουν – είναι κραυγαλέο.

Αυτή η δεξαμενή, αυτή η τρύπα, αυτό το κενό του τοπίου προς τον ουρανό, εμφανίζεται ξαφνικά, περιτριγυρισμένο από εκατοντάδες τεθωρακισμένα οχήματα και ένοπλους φρουρούς, ως το σύμβολο ενός περασμένου κόσμου που είναι έτοιμοι να κάνουν τα πάντα για να προστατεύσουν. Είναι τρελοί. Από τη μια πλευρά υπάρχουν άνθρωποι εξεγερμένοι επειδή τίποτα δεν γίνεται για να βελτιωθεί ο κόσμος, ενώ έχουμε κάθε δυνατότητα. Από την άλλη, υπάρχει ένας στρατός στην υπηρεσία του παλιού, ετοιμοθάνατου κόσμου, έτοιμος να κάνει τα πάντα για να διαφυλάξει τα οικονομικά του συμφέροντα. Ο καπιταλισμός εναντίον της κοινής λογικής. Όπλα απέναντι σε πετρούλες. Θάνατος εναντίον ζωής. Η δύναμη των λίγων ενάντια στην ελπίδα όλων. Ο θυμός αναβλύζει. Ο θυμός που γεννιέται από την αδικία. Ο θυμός που μας κάνει να πετάμε στις ασπίδες των στρατιωτών.

Ο ουρανός είναι γκρίζος με σύννεφα, καπνό, αέριο. Η γη είναι κολλώδης και καφέ. Οι άνθρωποι είναι μπλε, μαύροι, κίτρινοι, με τις σημαίες μεσίστιες. Στο έδαφος υπάρχει το γκρίζο και κόκκινο πλαστικό των χειροβομβίδων και μερικές φορές μια ή δυο μπανανόφλουδες. Ιντιφάντα: μπανανόφλουδες εναντίον εκρηκτικών. Ίσως, λέμε στον εαυτό μας εκ των υστέρων, θα έπρεπε να είχαμε φύγει γρήγορα, αλλά όλοι είναι αποφασισμένοι να μείνουν εκεί, να σταθούν ενωμένοι, να δείξουν την αντίθεσή τους. Είμαστε μια ανθρώπινη παλίρροια… αλλά η ισορροπία δυνάμεων είναι ανισόρροπη. Είναι μια παγίδα. Θέλουν να μας συντρίψουν σαν κατσαρίδες με τις μπότες τους. Δεν έχουν αισθήματα, έχουν μόνο διαταγές. Και πυρομαχικά. Είναι πιόνια που υπακούουν σε ένα σύστημα που είναι πέρα από αυτούς. Ποιο μίσος, ποια ρητορική τους τροφοδοτεί έτσι ώστε να μη φοβούνται να σκοτώσουν;

Καθώς μια μικρή ομάδα από εμάς προσπαθεί να εκτραπεί προς τα δεξιά, βλέπω μια ορδή από γουρούνες που οδηγούνται από ρομπότ να βγαίνουν από τη βάση τους και να προσπαθούν να μας κυνηγήσουν, με τους προβολείς αναμένους. Είναι τρομακτικό. Σύντομα βρίσκουν και πάλι τον λευκό δρόμο, καθώς οι ανωμαλίες στο χωράφι φαίνεται να τους έχουν αιφνιδιάσει. Υπάρχουν μοτοσικλέτες μοτοκρός που βρυχώνται κατά μήκος της δεξαμενής. Μοιάζει με επίδειξη των τελευταίων παιχνιδιών, ένα πείραμα επί τόπου, λίγο πιο ακατάστατο από ό,τι στα Ηλύσια Πεδία στις 14 Ιουλίου. Δεν είναι παράλογο;

Ο χρόνος δεν έχει νόημα, αλλά η κούραση εισχωρεί, καθόμαστε για λίγα λεπτά με τους ανθρώπους που γνωρίζω, οι σοκολάτες βγαίνουν από τις σακούλες. Εδώ ακριβώς, όταν τα τηλέφωνα ξανανοίγουν, μαθαίνουμε από τον έξω κόσμο ότι υπάρχουν απώλειες, και μάλιστα σοβαρές. Τούτο το νέο ξαφνικά με παγώνει. Πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν τραυματίες; Ποιος είναι τραυματίας; Ποιος είναι τραυματίας; Γιατί; Πρέπει να σταματήσουμε, να γυρίσουμε πίσω, να γυρίσουμε την πλάτη μας, να περιορίσουμε τη ζημιά, δεν θα κερδίσουμε, δεν θα περάσουμε, δεν θα φυτέψουμε τις σημαίες μας πάνω στη δεξαμενή ως ένδειξη δυσαρέσκειας.

Λίγα λεπτά αργότερα, συναντώ την ομάδα φίλων που ήταν στο κίτρινο μπλοκ. Όλοι είναι ταραγμένοι. Περισσότερες σοκολάτες ξεπηδούν από τις σακούλες, τα αστεία πασχίζουν να βρουν το δρόμο τους.

Καθυστερούμε για λίγο χωρίς να ξέρουμε τι να κάνουμε, περιμένουμε μια λέξη διαταγής, κάτι. Οι πυροβολισμοί ηρεμούν.

Στο τέλος ενός απογεύματος που δεν έχει πια χρονολογία, οι άνθρωποι επιστρέφουν στη βάση. Περπατάμε και μιλάμε. Προσπαθούμε να ανακτήσουμε μια κάποια κανονικότητα. Λέμε τι είδαμε, τι νιώσαμε. Ακούμε ο ένας τον άλλον. Γίνονται απόπειρες τραγουδιού, αλλά η καρδιά δεν είναι πια μέσα σε αυτό. Μπορείς να νιώσεις την απογοήτευση. Την πικρή γεύση. Το αίσθημα της σπατάλης. Την ακατανόητη αίσθηση. Τον θυμό.

Ο δρόμος είναι μακρύς. Χάθηκα ακολουθώντας μια ομάδα που πήγαινε στο αυτοκίνητό της. Κάνω άλλα 3 χιλιόμετρα. Και τότε βρίσκω τη βάση όπου τα φιλαράκια διπλώνουν τις σκηνές τους γεμάτες λάσπη και βροχή. Στην τσάντα μου έφερα μερικές χειροβομβίδες που μάζεψα στο πεδίο της μάχης. Θα περάσω την επόμενη εβδομάδα μαθαίνοντας για τα όπλα, προσπαθώντας να καταλάβω τα πάντα, αλλά προς το παρόν είναι απλά ένα κομμάτι πλαστικό, δεν ξέρω ότι λέγεται GM2L, ότι κοστίζει περίπου 40 ευρώ, ότι εκρήγνυται στον αέρα ή στο σώμα των διαδηλωτών και ότι απελευθερώνει δακρυγόνα. Ακόμα δεν ξέρω ότι εκτόξευσαν 5015 από αυτά σε λιγότερο από δύο ώρες. Δεν ξέρω επίσης ότι η καταστολή αυτού του Σαββάτου θα έχει κοστίσει πολύ περισσότερο από το ίδιο το τανκ. Ξέρω, ωστόσο, ότι όλα αυτά είναι δημόσιο χρήμα.

Συνάντηση στο τέλος της ημέρας στην κατασκήνωση βάσης, ακούμε τα πρώτα στοιχεία, τα κόμματα, τον Serge, τον Mickaël, τους διακόσιους τραυματίες. Προσπερνώ ένα άτομο που κρατάει το κεφάλι του από τον πόνο, ο αστράγαλός του περιβάλλεται από έναν μεγάλο επίδεσμο που γεμίζει αίμα. Υπάρχουν πάρα πολλά αυτοκίνητα κατά μήκος των δρόμων, δεν μπορούμε να κινηθούμε, οι τραυματίες πρέπει να περιμένουν για ώρες μέχρι να ελευθερωθούν οι δρόμοι.

Η επιστροφή στο σπίτι είναι δύσκολη. Υπάρχει ένα είδος ανακούφισης όταν είσαι σπίτι, όταν επιστρέφεις στον προστατευμένο χώρο σου, όταν μπορείς να καθησυχάσεις τα παιδιά. Να μην πληγωθούν. Να μην πληγωθούν ούτε οι πιο στενοί φίλοι.

Υπάρχει επίσης πολλή απελπισία. Δεν θα έπρεπε να είχε συμβεί έτσι.

Και τότε, το βράδυ, την επόμενη μέρα, τις μέρες που ακολούθησαν, εμφανίζεται μια άλλη βία, η οποία ανεβαίνει στο λαιμό. Η βία των λέξεων, των εικόνων, των ιστοριών. Είναι αδύνατο να μην με ρουφήξουν τα άρθρα, τα βίντεο, έχω ανάγκη να καταλάβω τόσα πολλά. Διαβάζω ό,τι μπορώ να βρω. Οι εξουσίες μιλούν δυνατά και καθαρά, εμφανίζονται σε όλα τα μέσα ενημέρωσης που ανήκουν στους κολλητούς τους. Η εξουσία αντιστρέφει τους ρόλους, καταγγέλλει τους μαυροφορεμένους (νομίζω ότι είχα μαύρο παντελόνι), τους προβοκάτορες, την τυφλή βία κατά του κράτους, τις ορδές ανθρώπων οπλισμένων με τσεκούρια, αυτοδικαιώνεται. Διαστρεβλώνει την πραγματικότητα, εφευρίσκει φιγούρες, εφευρίσκει τη δικαιοσύνη, ξεδιπλώνει το σενάριό της, κολακεύει τον εαυτό της, ψεύδεται ανοιχτά και επανειλημμένα. Φωνάζει με την κυρίαρχη φωνή του άλφα αρσενικού. Συνθλίβει. Θέλει να διαλύσει όταν του αντιστέκεται, θέλει να φυλακίσει, θέλει να φιμώσει. Είναι επιθετική σαν κυνηγημένο θηρίο. Είναι δυνατή, οπλισμένη. Καταλαβαίνω μέσα μου ότι η χώρα μου είναι μια αυταρχική χώρα.

Ευτυχώς, μέσα σε όλα αυτά, μερικές μικρές φωνές καταφέρνουν να περάσουν. Υπάρχουν τα πολύτιμα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης, υπάρχουν οι εκατοντάδες εικόνες που αφοπλίζουν τα ψέματα, υπάρχουν οι ιστορίες των διαδηλωτών που αρχίζουν να γράφονται. Υπάρχουν οι συγκεντρώσεις της Πέμπτης. Υπάρχουμε εμείς, οι μαρτυρίες μας, η αλληλεγγύη μας. Υπάρχει η υπενθύμιση του γιατί ήμασταν εκεί, των αξιών μας, του δικαίου μας. Υπάρχει το υπέρτατο συμφέρον, το μεγαλύτερο συμφέρον, για το οποίο αγωνιζόμαστε: η διαφύλαξη της ζωής, η βεβαιότητα ότι τα έμβια όντα είναι πολύτιμα, ότι είμαστε η φύση.

Τόσο μακριά από την προπαγάνδα, τόσο μακριά από τον θανατηφόρο καπιταλιστικό κόσμο τους, τόσο μακριά από τη βία: είμαστε άνθρωποι. Άνθρωποι που γνωρίζουν ότι τα πράγματα αλλάζουν και ότι πρέπει να επιταχύνουμε το κίνημα. Άνθρωποι που ξέρουν να αναγνωρίζουν τα τραγούδια των πουλιών, που γνωρίζουν τον κύκλο του νερού και τις εποχές, που τους αρέσει να είναι μαζί, που είναι έτοιμοι να αμφισβητήσουν τη μικρή τους άνεση, να πάρουν ρίσκα γιατί πιστεύουν στους αγώνες τους. Άνθρωποι που δεν αποδέχονται ότι το μέλλον των παιδιών τους είναι καταδικασμένο. Άνθρωποι που νιώθουν τη δόνηση της ζωής. Άνθρωποι που θέλουν την ειρήνη.

Έπλυνα τα παπούτσια μου από τη λάσπη. Σκέφτηκα αυτούς τους ξεσηκωμένους ανθρώπους. Είμαστε αυτός ο λαός της λάσπης που εκείνη την 25η Μάρτη 2023 μπήκαμε στην αντίσταση. Πήγα μια βόλτα στη φύση για να τα σκεφτώ όλα αυτά. Σκέφτηκα την αλληλεγγύη που βοηθά να επουλωθούν οι πληγές. Σκέφτηκα τις σοκολάτες που ξεχείλιζαν από τις σακούλες, τους γενναιόδωρους γιατρούς που έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν με δυο επιδέσμους και ένα αντισηπτικό, τους νέους των οποίων ήταν η πρώτη τους διαδήλωση, τους παλιούς ακτιβιστές που κέρδισαν κάποιες μάχες και έχασαν τόσες άλλες, αλλά που είναι ακόμα εκεί, με άσπρα μαλλιά, λαμπερά μάτια, τους αγνώστους που αντάλλαξαν χαμόγελα και παρηγορητικά λόγια, για όλους αυτούς τους ελαφρώς ζαλισμένους ανθρώπους που αρχίζουν να ξαναβρίσκουν τα πατήματά τους, για τους συντρόφους που διέσχισαν τη Γαλλία για να μας υποστηρίξουν, για εκείνους που πέρασαν τα σύνορα, σκέφτηκα ότι είμαστε όλοι ένα, ότι είμαστε ένα τεράστιο «εμείς» ικανό να θαυμάζει κάθε χρόνο την άφιξη της άνοιξης και κάπως έτσι, κατάφερα να κλάψω.

10 Απρίλη 2023, 

C. M.

Μετάφραση: Μαριλένα Καρρά

1 Πηγή: https://www.terrestres.org/2023/05/03/la-mort-contre-la-vie-deux-recits-de-sainte-soline 

2 CRS, το σώμα των γαλλικών ΜΑΤ.

3 Λογοπαίγνιο μεταξύ του «No pasaran» και του «Bassine». Το πρώτο σημαίνει στα ισπανικά «δεν θα περάσει» και ο δεύτερος όρος αναφέρεται στις δεξαμηνές ύδρευσης. Ως σύνθημα χρησιμοποιείται με τη σημασία «Δεν θα περάσουν οι δεξαμενές ύδρευσης».

4 Σημείωση στο πρωτότυπο. Αναφέρονται τα μέσα: Reporterre, Basta, Médiapart, Blast, Partager και το ρεπορτάζ της Le Monde για τον τραυματισμό του Serge. 

Το τελευταίο, διαθέσιμο εδώ: https://www.lemonde.fr/planete/video/2023/04/07/enquete-video-comment-le-manifestant-antibassine-serge-duteuil-graziani-a-ete-gravement-blesse-a-sainte-soline_6168602_3244.html 

Μοιραστείτε το άρθρο