Διήμερο συναντήσεων και συζητήσεων στη ΒΙΟΜΕ, 26-27/3, κείμενο παρουσίασης της δεύτερης ημέρας

«… το αύριο δε γεννιέται στο φως. Καλλιεργείται, φροντίζεται και γεννιέται στις αδιόρατες σκιές του ξημερώματος, όταν η νύχτα μόλις αρχίζει να υποχωρεί.
… όσο όμως δεν καταστρέφουμε το τέρας στην καρδιά του, θα συνεχίσουν να φυτρώνουν και να αλλάζουν μορφή τα κεφάλια του με όλο και μεγαλύτερη σκληρότητα».

Διανύσαμε ήδη τον τρίτο χειμώνα με κυρίαρχο δεδομένο στη ζωή μας αυτό της πανδημίας. Μπήκαμε σε μια άνοιξη που έβαλε στην καθημερινότητά μας τον γεωπολιτικό πόλεμο με συνέχιση της κοινωνικής αποστασιοποίησης, της διάχυτης φοβικότητας, την αλλοφοβία, το υποκριτικό αίσθημα ατομικής ευθύνης, τον νεοσκοταδισμό και τις υποθάλπουσσες φασίζουσες διαχωριστικές συμπεριφορές.
Βιώνοντας εδώ και χρόνια την οικονομική και κοινωνική χρεοκοπία του δυτικού κόσμου, του καπιταλισμού, μέσα από την αποδοχή των κυρίαρχων αξιών του, της ατέλειωτης οικονομικίστικης συζήτησης γύρω από την λειτουργία των funds, των spreads και των δεικτών ανάπτυξης, περάσαμε στον επικαθορισμό της ζωής μας από τους πάσης φύσεως λοιμωξιολόγους, ιολόγους, πανδημιολόγους και τελευταίως διεθνολόγους και στρατιωτικούς αναλυτές που διακηρύττουν από τους τηλεοπτικούς μας δέκτες όσα θα αναιρέσουν την επόμενη μέρα.
Ο εκμαυλισμός της πολιτικής ζωής με τη παράλληλη έλλειψη σοβαρής διαχείρισης των μεγάλων ζητημάτων που μας ταλανίζουν καθημερινά, οδήγησε ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, ακόμη και αυτού που αυτοπροσδιορίζεται ως αγωνιζόμενο και ανταγωνιστικό στο σύστημα, σε μια εκκωφαντική αποδοχή της ιδιώτευσης, του κοινωνικού κανιβαλισμού και της κοινωνικής περιχαράκωσης. Η αδυναμία εκφοράς ενός συντονισμένου και ώριμου πολιτικού λόγου στη συγκεκριμένη συγκυρία μας στοίχισε σε ατομικές και συλλογικές ελευθερίες και επέτρεψε για ακόμη μια φορά τη μετατροπή της κοινωνίας σε δεξαμενή άρδευσης εθνικιστικών και ακροδεξιών παραφυάδων. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η τελευταία δεκαετία δίνει την αίσθηση μιας συμπυκνωμένης ιστορίας. Την αίσθηση ότι όλα κάπου, κάποτε έχουν επαναληφθεί και ότι στην πραγματικότητα τίποτα δεν άλλαξε ή δεν μπορεί να αλλάξει.
Μέσα λοιπόν στις παραληρηματικές και παρανοϊκές αντιφάσεις του συστήματος που επιβάλλονται ακόμη και με πόλεμο ανά την υφήλιο ως θέσφατα, η συνειδητοποίηση της επισφάλειας πλανιέται στα μυαλά όλων, σήμερα περισσότερο από ποτέ . Με λίγα λόγια αποτελούμε κομμάτι μιας κοινωνίας που μοιραία δυστυχώς συνηθίζει να ζει με τα αδιέξοδα που η ίδια παρήγαγε ή επέτρεψε να παράξουν/παράγουν άλλοι στις πλάτες της. Στη χώρα που ονομάζεται Ελλάδα, ζούμε σε μια κοινωνία που έχει χάσει την αξιοπρέπειά της (τριάμισι μνημόνια από τη μία, πανδημία με εγκεφαλικό λοκντάουν και ενεργειακή/διατροφική ένδεια από την άλλη), όπου κάποιοι ξεπουλιούνται σε μια όποια εταιρεία, άλλοι υποτάσσονται στα κομματικά συμφέροντα και στα κελεύσματα των εκάστοτε ειδικών και οι υπόλοιποι αρνούνται να αναλάβουν την ευθύνη που τους αναλογεί ως «κοινωνία πολιτών». Πρόβλημα! Πως να ζήσουμε; Πως να συνηθίσουμε στην ιδέα του να μην αντιστεκόμαστε στην επιβεβλημένη παράνοια;
Σήμερα όμως, καθίστανται επίσης πασιφανείς και οι παρατηρήσεις των συντροφισσών ζαπατίστας σχετικά με τους βασικούς πυλώνες ανάπτυξης του σύγχρονου καπιταλισμού: της απόλυτης επέλασης/επιβολής του εξορυκτισμού, του αποκλεισμού από τη δημόσια και δωρεάν παιδεία και της διάλυσης του δημόσιου συστήματος ασφάλισης/υγείας με τις νέες αναδιαρθρωμένες εργασιακές σχέσεις.
Αυτές οι συνθήκες, έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια, μας αναγκάζουν εκ των πραγμάτων να ξανασυστηθούμε μεταξύ μας όπως και με τους γύρω μας. Αντιλαμβανόμαστε δηλαδή ότι μια νέα πολιτική δράση έχει ανάγκη μιας δικιάς της γλώσσας και πως αυτό επιτυγχάνεται αναστοχαζόμενοι τις θεωρήσεις και τις αναλύσεις του παρελθόντος.
Μέσα σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, άτομα και συλλογικότητες που, όχι και τόσο τυχαία, είχαμε συναντηθεί στις κινηματικές διεργασίες του φεστιβάλ Coopenair στη ΒΙΟΜΕ τοφθινόπωρο του 2019, θα προσπαθήσουμε να ξαναβρεθούμε. Να ξαναβρεθούμε και να προσπαθήσουμε να μάθουμε από τα ενδεχόμενα λάθη μας, μήπως και δημιουργήσουμε πραγματικές εγγύτητες και αλληλοστηρίξεις, αναγνωρίζοντας πως δεν είναι αρκετή η απλή, λεκτική αν και αμοιβαία έκφραση αλληλεγγύης και ότι είναι απαραίτητη και αναγκαία η λειτουργική σύνδεση των διαφόρων αντιστάσεων, στοχεύοντας στη δημιουργία πραγματικών κοινοτήτων αγώνα, τη δημιουργία εκείνου του «εμείς» και της συλλογικής καρδιάς του. Μια προσπάθεια δηλαδή, γεφυρώματος του χάσματος θεωρίας και πράξης, με τη σκιαγράφηση μιας πολιτικής πρότασης διεξόδου από το δυστοπικό παρόν και προς την κοινωνία.
Το κρίσιμο σημείο είναι ότι σήμερα ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός θέτει την συνολική κοινωνική ζωή, τα οικοσυστήματα και τη φύση υπό την εξουσία του. Παράγει την συνολική οικονομικοκοινωνική ζωή-τον «βίο» των ανθρώπων- και την αναπαράγει ταυτόχρονα και ιδεολογικοπολιτικά. Παράγει «υποκείμενα» ενός ιδρυματοποιημένου ανθρωπολογικού τύπου με διανοητικές, συναισθηματικές και ψυχολογικές αντιλήψεις για την πραγματικότητα, οι οποίες στηρίζονται σε μια κτητική, επεκτατική και χρησιμοθηρική ψυχοσύνθεση. Την παραγωγή αυτή των υποκειμένων – αντικειμένων και των μεταξύ τους σχέσεων υπό την κυριαρχία του κέρδους, μπορούμε να την ονομάσουμε βιοπολιτική παραγωγή, με την έννοια ότι συνθέτει την οικονομία, την
ιδεολογία και την πολιτική υπό την ηγεμονία της οικονομίας. Αυτή την αναπαραγωγή-που αφορά και μας τους ίδιους- που έχει ενσωματωμένη το κυρίαρχο αξιακό σύστημα του καπιταλισμού θα πρέπει να βάλουμε στο στόχαστρο.
Πολέμιοι των πάσης φύσεως πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών μεσαζόντων, παραγωγών και προαγωγών του κοινωνικού διχασμού να εμπνευσθούμε από τους ζαπατίστας, «από αυτούς που πρώτοι έσπασαν το ζυγό του αδυνάτου, από την αναπάντεχη εξέγερση που απέδειξε ότι η αποκοτιά μιας μικρής ομάδας ανθρώπων μπορεί να ξεριζώσει την καταστροφική πίστη στην εγγενή ανικανότητα του άνδρα και της γυναίκας, στην πρωταρχική αδυναμία που τους έκανε να εξαρτώνται από την προστατευτική Εξουσία ενός αφέντη». Να στηριχθούμε και στις γνώσεις- εμπειρίες
τους, όπου δεν πήγαν πίσω στον πρωτογονισμό, αλλά μαθαίνοντας επί δέκα χρόνια από τον πολιτισμό των παραδοσιακών κοινοτήτων τους, προχώρησαν πολύ πιο μπροστά από οποιοδήποτε άλλο κίνημα. Οργάνωσαν όχι μόνο την αντίσταση των Εξεγερμένων Αυτόνομων Κοινοτήτων, αλλά ολοκλήρωσαν και την αυτοκυβέρνησή τους με την κοινωνική και πολιτική τους οργάνωση και τα «συμβούλια καλής διακυβέρνησης».

Έχοντας κατά νου όλα αυτά, θα βρεθούμε σε ένα διήμερο συναντήσεων, προβληματισμών και συζητήσεων στους χώρους της ΒΙΟΜΕ. Για να δούμε που βρισκόμαστε σήμερα και προς τα πού θα χρειασθεί να κινηθούμε αύριο, μαθαίνοντας.

Συντρόφισσες, σύντροφοι και συντροφόισες από:
– τη Βέροια, με τις πρακτικές έμπρακτης στήριξης στους μετανάστες και τις πολιτικές τους θεωρήσεις,
– τη ΒΙΟΜΕ, με τη μοναδική για τα ελληνικά δεδομένα εμπειρία αυτοδιαχείρισης της παραγωγής,
– την ελευθεριακή συνέλευση Paliacate Zapatista, με τις συνδετικές, καταλυτικές διαθέσεις/διαθεσιμότητες και τις εμπειρικές της αφηγήσεις για τα τεκταινόμενα πέρα απ’ τον ωκεανό,
– το infolibre, με την ήδη διετή συνεργατική του προσπάθεια για ανεξάρτητη ενημέρωση και επικοινωνία,

– την επιτροπή αγώνα Μ. Παναγίας, με τους πολύχρονους αγώνες ενάντια στην εξορυκτική λαίλαπα και τα μέγα-πρότζεκτς,
– το εμβληματικό χωριό των Σταγιατών, με τις χρόνιες αντιστάσεις τους ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του νερού και τις προταγματικές, αυτοδιευθυντικές τους προσπάθειες,
– την Κίνηση για την αποανάπτυξη και την άμεση δημοκρατία,

θα βρεθούμε, μαζί με συντρόφισσες και συντρόφους, ατομικότητες και συλλογικότητες που θεωρούν ότι είναι αναγκαία η ανταλλαγή ιδεών πάνω στο πως θα απαιτήσουμε μια αξιοπρεπή ζωή για όλους μας.
Θα βρεθούμε για να συζητήσουμε για το πώς θα περάσουμε από την αντίσταση στο παρόν σε πρακτικές δια μόρφωσης -«από τα κάτω» και από τους «από κάτω»-μιας πολιτικής που θα βάλει σε κίνηση μεγαλύτερες κοινωνικές κατηγορίες για μια στροφή προς ένα μετα-καπιταλιστικό κόσμο που δεν θα είναι ιεραρχικός, αλλά συνδεδεμένος με δίκτυα λειτουργικά όλων των επιπέδων και δεσμών, θα είναι αυτο-οργανωμένος και οι βασικές προσωπικές ανάγκες όλων των πολιτών θα μπορούν να ικανοποιηθούν μέσω της αφθονίας των συλλογικών αγαθών.
Η κοινή χρήση είναι ένας συγκεκριμένος τρόπος αντιμετώπισης της ανθρώπινης και μη ανθρώπινης φύσης, ο οποίος δεν βασίζεται στους καταναγκασμούς του αφηγήματος της «ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων», αλλά αναγνωρίζει ότι εμείς οι άνθρωποι είμαστε ένα (ανα)παραγόμενο στοιχείο του πλανήτη γη.
Σε πείσμα των καιρών λοιπόν, συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι οι κοινωνίες με τις κοινότητές τους, τις κοινότητες αγώνα, είναι αυτές που θα καθορίσουν τις όποιες εξελίξεις. Στα πολιτικά και κοινωνικά αδιέξοδα που μας επιβάλλουν, απαντάμε ότι στο δρόμο και στις αντιπροτάσεις μας θα βρούμε τις δικές μας διεξόδους, γιατί μόνο εκεί αποκτάμε πραγματική συνείδηση και ευθύνη των καταστάσεων.
«Αν βέβαια, αντί για ιδέες χρησιμοποιήσουμε επίθετα, ελάχιστα πράγματα θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε. Ή και τίποτε».

Μοιραστείτε το άρθρο