Το νερό πάντα… καλύπτει τα πάντα

Ο ήλιος άρχισε να φωτίζει τα κοιμισμένα σώματα που ήταν σκορπισμένα γύρω του σε διάφορες στάσεις. Άλλος ήταν μπρούμυτα, άλλη ανάσκελα με τα πόδια ανοιχτά. Πολλά ζευγάρια ήταν αγκαλιασμένα, άλλα δεν ήταν. Κοιμόντουσαν πλάτη με πλάτη σαν να μην ήθελαν να ανταλλάξουν ούτε ένα βλέμμα ακόμα και στ’ όνειρό τους.
Ήταν πολλές χιλιάδες λαού, μαζεμένες μπροστά από το ποτάμι.
Ήταν όλοι τους φοβισμένοι. Μόλις είχαν πραγματοποιήσει αυτό που πολύ αργότερα θα εξυμνούσαν τα βιβλία, σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, σαν τη μεγάλη έξοδο. Ήξεραν ότι θα τους κυνηγούσαν όλοι οι στρατοί του κόσμου.
Έτρεμαν την οργή της αφέντρας τους, έπρεπε να περάσουν το ποτάμι οπωσδήποτε και να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς τη γη της επαγγελίας.

Ο μόνος ξύπνιος εκείνη την ώρα ήταν ο Μωυσής. Δεν είχε κλείσει το μάτι του ούτε στιγμή από την ώρα που κοιμισμένος άνοιξε μια πόρτα, μάλλον στ’ όνειρό του θα ήτανε, και μπήκε στο γραφείο του Θεού.
Μόλις μπήκε μέσα και συνειδητοποίησε ότι ήταν μπροστά στον Θεό, έπαθε σοκ.
Ο Θεός δεν ήταν ευθυτενής λευκός γέροντας με γαλάζια μάτια, αντίθετα ήταν πιο σκούρος από σκούρος μαυρομάλλης, γύρω στα τριάντα, και κοντός τόσο που τα πόδια του κρεμόντουσαν ελεύθερα στον αέρα από την ψηλή μπερζέρα όπου καθόταν.
Ο Μωυσής δεν τα πήγαινε καλά με τον λόγο όταν δεν τον είχε μπροστά του γραμμένο, τότε συνήθως του ξέφευγαν και διάφορα μαργαριτάρια, με συνέπεια όλοι να αγριοκοιτάζουν τον λογογράφο και η αδελφή του να καταριέται τον Θεό σαν φαλλοκράτη, να μαυρίσει και να ασχημύνει τόσο που να μην αντέχει το εαυτό του και να αυτοκτονήσει. Είχε γίνει άθεη, γιατί ο Θεός επέλεξε το ζαβό για Μωυσή, κάνοντας για άλλη μια φορά διάκριση φύλου.
Έτσι, όπως ήταν φυσικό, ο Μωυσής το πρώτο πράγμα που ψέλλισε άθελά του ήταν, «μα αυτός είναι σκούρος… Πιο πολύ μοιάζει με Πακιστανό και μάλιστα κοντό»… αυτόματα, συνειδητοποιώντας τι είπε, δημιούργησε μια φτιαχτή κρίση βήχα, μπας και το καλύψει.

Ο Θεός φάνηκε ότι δεν τον άκουσε, ήταν απασχολημένος με το θεϊκό λάπτοτ, που αν κοίταζες προσεκτικά την οθόνη του θα μαγευόσουν, ήταν σε ψηφιακή ανάλυση 100Κ. Κάθε πίξελ κι ένας κόσμος ή ένας άνθρωπος σε μια ροή γεγονότων. Ο Θεός είναι λιγουλάκι… ματαιόδοξος. Θέλει να δίνει την αίσθηση στον άλλον ότι κάθε στιγμή είναι παντού, κάνει καλό στις δημόσιες σχέσεις άλλωστε… Μάλιστα όταν άκουσε τι ψέλλισε ο Μωυσής, σήκωσε το χέρι του και του έκανε σήμα να σταματήσει, γιατί εκείνη την ώρα παρακολουθούσε τον γκρικ-φρικ Giannis να καρφώνει στο καλάθι των αντιπάλων με 27 διαφορετικούς τρόπους. Μέσα του σκεφτόταν ότι είναι τουλάχιστον θεϊκός και τον ψιλοζήλευε, παράλογο κατά τη γνώμη μου, γιατί ο ίδιος μπορούσε να καρφώσει με δέκα χιλιάδες διαφορετικούς τρόπους, αλλά ο γκρικ-φρικ Giannis είχε άλλη χάρη.

Μπορείτε να νομίζετε χίλια δυο πράγματα για τον Θεό, αλλά εγώ αυτό που ξέρω είναι ότι ακούει τα πάντα, θα μπορούσε να είναι πανταχού παρών αν δεν βαριόταν αφόρητα τη ζωή του, έχει τη μνήμη όλων των ελεφάντων και είναι μνησίκακος με ακραία μαύρη αίσθηση του χιούμορ. Τα παραδείγματα άλλωστε είναι πολλά, με πιο κυρίαρχο του Αδάμ, όταν τον έπιασε να κοιτάζει με νόημα τα βυζάκια της Εύας. Αφού τον ρώτησε γιατί έφαγε το μήλο και δεν τον άκουσε, τον ξαπέστειλε να δουλεύει σαν τον μαλάκα, μια ολόκληρη ζωή. Στην Εύα επέβαλε μια έξτρα τιμωρία, σαν γνήσιος φαλλοκράτης, θεωρώντας την εκ προοιμίου υπεύθυνη, επειδή θέτοντας σε κοινή θέα τα βυζάκια της έκανε τον Αδάμ να παραβλέψει τις εντολές του, γιατί είχε μάτια μόνο για τα βυζάκια της. Την καταδίκασε να είναι ύπανδρος για όλη τη ζωή της και ιδιοκτησία του Αδάμ. Και για να μην ξεχνιόμαστε τι έκανε για τους Εβραίους, που υποστήριζαν από πάντα ότι ήταν ο περιούσιος λαός του, πράγμα που τον ενοχλούσε αφόρητα, γιατί ο Θεός δεν έκανε ποτέ εξαιρέσεις. Όταν τον ενημέρωσαν για το ολοκαύτωμα, αυτός κάνοντας ότι δεν άκουσε καλά πήγε για ηλιοθεραπεία στην Κοπακαμπάνα.
Αυτό το λέω όχι για να τον δικαιολογήσω, αλλά για να καταλάβετε το ποιόν του Θεού και να μην ψάχνετε ψήγματα σοφίας στις αντιδράσεις του σε περίπτωση κρίσης, όχι ότι εδώ έχουμε κάποια κρίση που να αφορά τον ίδιο. Απλά ο Μωυσής από το άγχος του άνοιξε κατά λάθος, μέσω του ονείρου, μια πόρτα που τον έβγαλε στο γραφείο του Θεού. Αν επρόκειτο άλλωστε για σοβαρή κρίση, τον ίδιο θα τον έπιανε ο πονοκέφαλος χτυπώντας στα μηνίγγια του, σαν τάικο1 τυμπανιστής σε ρυθμούς αυτοσχεδιαζόμενης τζαζ.

Κάτι ακόμα, ο Θεός μπορεί να ήταν μισογύνης αλλά σιχαινόταν μέχρι αηδίας τους ρατσιστές, γιατί πάντα θεωρούσε τον εαυτό του εναλλακτικό. Να φανταστείτε, κάθε θεϊκή εβδομάδα άλλαζε εμφάνιση. Για κακή τύχη του Μωυσή εκείνη την ημέρα ο Θεός είχε αλλάξει την προηγούμενη εμφάνισή του, ενός Έλληνα εφήβου με τα χαρακτηριστικά του Αντίνοου, τον οποίο είχε συναντήσει κάποια στιγμή και τον είχε ερωτευτεί μέσα από το μυαλό του αυτοκράτορα Ανδριανού.
Όταν λοιπόν ψέλλισε ο Μωυσής αυτό που ψέλλισε, ο Θεός το άκουσε, το εκδίκασε όση ώρα έβλεπε τα καρφώματα του Γκρικ-φρικ Giannis και αποφάσισε ότι είχε να κάνει με έναν γνήσιο απόγονο του Αυνάν, που αντί για μυαλό έχει… ντρέπομαι να ξεστομίσω τη λέξη – αυτό που μου επιτρέπεται να πω είναι ότι δεν εννοούσε τη λέξη σκατά. Αντίθετα η λέξη δεν ήταν μία αλλά πολλές, τόσες που θα χωρούσαν σε τρεις προτάσεις, και αν γινόταν κόμικς θα σχεδίαζε ο κομίστας πολλές νεκροκεφαλές, αστραπές, κλοτσιές και μια μπορντοροδοκόκκινη ριγέ κάλτσα δίπλα από ένα σαλάμι να φεύγει τρέχοντας.

Οι αποφάσεις του Θεού μπορεί να φαίνονται σκληρές σε μας τους απλούς θνητούς. Αλλά κατά βάθος, αν εξαιρέσουμε τις γυναίκες, είναι δίκαιες. Όσο για τις γυναίκες, αυτό οφείλεται στο ότι ο Θεός δεν γνώρισε ποτέ του την αγάπη της μάνας, οι περισσότερες μαρτυρίες κατατείνουν στο ότι ήταν ίδιος, από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας μέχρι και σήμερα που το διαβάζετε αυτό πίνοντας τον καφέ σας.
Έτσι λοιπόν ο Θεός, αφού έκλεισε το θεϊκό λάπτοτ, γύρισε και κοίταξε τον Μωυσή φορώντας στα χείλη του ένα πατρικό χαμόγελο. Είχε αποφασίσει να του πει την αλήθεια, με τον δικό του τρόπο…

Πολλοί αξιόλογοι μελετητές διατείνονται ότι ο συγκεκριμένος τρόπος ήταν σκοτεινός κι αυτό φαίνεται από τη συχνή χρήση της πρότασης “άγνωστες οι βουλές του Κυρίου”. Η αλήθεια είναι ότι ήταν όντως σκοτεινός για τους περισσότερους κοινούς θνητούς, εκτός από όσους χρησιμοποιώντας το μυαλό τους ψάχνουν νοήματα πέρα από το τρίπτυχο “τι θα φάμε, τι θα πιούμε και τι θα αρπάξει ο κώλος μας”.

Γύρισε, κοίταξε με πονηρό βλέμμα τον Μωυσή και μιλώντας τραγουδιστά σαν Ινδός αγγλόφωνος του Μπόλιγουντ του είπε:
«Αν το ζητήσεις, μπορείς να διαβείς το ποτάμι μόνο μια φορά, για 48 ώρες. Κάθε επόμενη φορά,δεν θα είναι το ίδιο…».

Κατόπιν με ένα νεύμα έδειξε την πόρτα στον Μωυσή, δίνοντάς του να καταλάβει ότι η συνάντησή τους έληξε. Ο Μωυσής κούνησε το κεφάλι του με απογοήτευση για την απλοϊκή απάντηση του Θεού, γύρισε και κίνησε να φύγει. Λίγο πριν ανοίξει την πόρτα ένιωσε κάτι να του τρώει τη μύτη, αγωνίστηκε με όλες του τις δυνάμεις του να κρατηθεί, αλλά χάνοντας τη μάχη και ακριβώς τη στιγμή κατά την οποία ετοιμαζόταν να ανοίξει την πόρτα, έκλεισε τα μάτια του και φταρνίστηκε μεγαλοπρεπώς, εκτοξεύοντας σάλια προς κάθε κατεύθυνση.
Όταν άνοιξε τα μάτια του, συνειδητοποίησε ότι ήταν ξαπλωμένος στο υπέρδιπλο κρεβάτι του και ξεφύσηξε με ανακούφιση γιατί κατάλαβε ότι ονειρευόταν. Άλλαξε πλευρό για να συνεχίσει τον ύπνο του, αλλά τα μάτια του για κάποιον λόγο δεν έλεγαν να κλείσουν. Αντίθετα είχε καρφώσει το βλέμμα του στο βάθος του σκοταδιού αναζητώντας κάτι που δεν υπάρχει. Όλοι οι σοβαροί άνθρωποι ξέρουν ότι στο βάθος του σκοταδιού το μόνο που παραμονεύει είναι το σκοτάδι, κι έτσι κανείς δεν μπαίνει στη διαδικασία να το περιμένει να φανερωθεί. Ο Μωυσής όμως δεν είναι παίξε γέλασε, από μικρός ένιωθε το σκοτάδι σαν το σπίτι του, γι’ αυτό όταν κοιτούσε κάποιον ή κάτι, γούρλωνε πάντα τα μάτια του σαν να τον έψαχνε στο μαύρο σκοτάδι.
Ένιωθε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά κι ότι το όνειρο κάτι του έλεγε, πέρα από την παραξενιά του. Άρχισε να στριφογυρίζει στο μυαλό του τη μυστήρια ρήση του Θεού προσπαθώντας να καταλάβει τι θέλει να πει ο ποιητής.
Το ποτάμι το περνάς πάντα μια φορά, είναι αδύνατο να το περάσεις δυο φορές, εκτός αν είσαι τεμπέλης και δεν έχεις άλλη δουλειά να κάνεις.
Όλα είναι ζήτημα απόφασης και η απόφαση έχει ήδη ληφθεί.
Το ποτάμι θα το περνούσαν μια φορά όλοι και θα άφηναν πίσω τους την αφέντρα.
Αμέσως άρχισε να σκέφτεται πώς θα το παρουσιάσει στον λαό.
Είχε ψηθεί ότι ήταν μοναδικός στη γέννηση πρωτότυπων ιδεών, απαξιώνοντας έτσι με τον τρόπο του τη δουλειά ενός τεράστιου επιτελείου ειδικών πάνω στην κατασκευή της άριστης εικόνας που εξέπεμπε στον λαό. Είναι η μοίρα κάθε μικρού ανθρώπου που στερείται αυτογνωσίας και πιστεύει για τον εαυτό του τη μεγαλειώδη εικόνα που κατασκευάζουν και προβάλλουν άλλοι στο κοινό.
Για παράδειγμα, και μένα αν με σταματούσαν διάφορες γυναίκες στον δρόμο για να με ρωτήσουν γιατί είμαι τόσο ωραίος γκόμενος και πού κρυβόμουν τόσα χρόνια, θα πίστευα ότι είμαι πανέμορφος κι όχι ο κακάσχημος κρετίνος αδελφός, του σαν γαμώτο.
Η ζωή όμως συνεχίζεται με τους δικούς της όρους και τις δικές της αναγνώσεις, γεγονός που κάνει κατανοητή, κατά κάποιον τρόπο, τη μαύρη μοίρα του Μωυσή.

Μόλις άρχισε να φωτίζει, σηκώθηκε από το κρεβάτι.
Ντύθηκε κι έκανε όλες της φωνητικές ασκήσεις που έπρεπε να κάνει κάθε μέρα, μπροστά από τον καθρέφτη, γιατί έπρεπε να εκπαιδεύσει τα χέρια να παίρνουν μια συγκεκριμένη στάση. Την είχε ξεπατικώσει από την αφέντρα, η οποία όταν μιλούσε έβαζε τα χέρια της μπροστά και είχε ενωμένους τους δείκτες μεταξύ τους, αλλά και τους αντίχειρες μεταξύ τους, δημιουργώντας ένα ρόμβο σαν δείγμα διαλογισμού ζεν αλλά και σοβαρότητας. Την είχε ζηλέψει, γιατί κάθε φορά που μιλούσε όλοι καθόντουσαν σούζα το αλογάκι, τρέμοντας. Αυτό ήταν που ήθελε να κερδίσει ο Μωυσής και για τον εαυτό του.


Μόνο που αυτός δεν ήταν αφέντρα, στην καλύτερη περίπτωση ήταν μια καρικατούρα της αφέντρας. Αυτό όμως που λέω εγώ ευγενικά ο Μωυσής ποτέ δεν το κατάλαβε, ακόμα κι όταν τα έκανε τελείως σκατά.

Όταν ο ήλιος υψώθηκε, ο Μωυσής μάζεψε όλον τον λαό για να του αναγγείλει τις αποφάσεις του. Είχε μια περίεργη αντίληψη για την ηγεσία. Θεωρούσε τη δημοκρατία γνωμοδοτική σε σχέση με τις αποφάσεις, οι οποίες παίρνονταν από τους ιδιοκτήτες του λαού. Πρέσβευε απόλυτα την αντίληψη που προάγει η παροιμία “όπου λαλούν πολλά κοκόρια αργεί να ξημερώσει”. Έτσι ήθελε πάντα τον λαό να χειροκροτεί κάθε του απόφαση, γιατί εκ προοιμίου ήταν πάντα σωστή. Αυτό μόνο δικαιούτο να κάνει ο σοφός και καλός λαός, με την ψήφο του.
Έτσι ξεκίνησε με τη βροντερή φωνή του να μιλά, μνημονεύοντας πρώτα τα θηλυκά της φυλής και κατόπιν τα αρσενικά, λέγοντας: «Μετά από πολλή σκέψη αποφάσισα να διασχίσουμε το ποτάμι από αυτό το σημείο με έναν συγκεκριμένο τρόπο, τον οποίο θεωρώ με όλη μου τη θεόπνευστη ψυχή σωστό»…
Σταμάτησε να μιλά για να δώσει έμφαση στον λόγο του, γούρλωσε τα μάτια του σαν να κοιτούσε κατευθείαν μέσ’ στην ψυχή του καθενός, και δήλωσε με έμφαση:
«Εγώ θα σας οδηγήσω σ’ αυτή τη βόλτα των 80 μέτρων, από τη μια κοίτη στην άλλη. Το ποτάμι θα το βαδίσουμε όλοι μαζί, πεζοί. Συμβουλεύτηκα όλους τους ειδικούς ποταμολόγους, οι οποίοι με διαβεβαίωσαν βάζοντας το χέρι τους στη φωτιά ότι μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορούμε να περάσουμε. Οτιδήποτε άλλο κι αν προταθεί θα είναι τουλάχιστον λαϊκίστικο χάιδεμα των αυτιών σας»…

Όταν σταμάτησε να μιλάει γύρισε αργά και κοίταξε αυτάρεσκα προς την πλευρά του αντιπάλου του, δείχνοντάς του ότι τον κατατρόπωσε. Δεν τον πήγαινε για τρεις χιλιάδες λόγους, ο κόσμος το ‘χε τούμπανο κι αυτός κρυφό καμάρι.
Εγώ που δεν ανήκω στον κόσμο του, μπορώ να σας πω τους τρεις πιο σοβαρούς:
Πρώτον, ήταν πιο κοντός, κάτι που κούραζε αφόρητα τον Μωυσή γιατί έπρεπε να χαμηλώνει το υψιτενές βλέμμα του κάθε φορά που του απηύθυνε τον λόγο. Δεύτερον, όταν μιλούσε έδειχνε ότι δεν είχε ανάγκη τα χειρόγραφα και τις εξαντλητικές πρόβες που χρειαζόταν ο ίδιος. Με λίγα λόγια έδειχνε πιο έξυπνος κι αυτό τον ενοχλούσε αφόρητα.
Και τρίτον, τον θεωρούσε σφετεριστή και λαθρεπιβάτη του τρένου της εξουσίας.
Το ίδιο συναίσθημα ένιωθαν όλοι οι ιδιοκτήτες της φυλής, γιατί όταν βρέθηκε -ευτυχώς για λίγο- στην εξουσία δεν τους έγλειψε ποτέ. Αντίθετα κανάκευε όλους τους πεταμένους, προσπαθώντας να τους θρέψει και να τους γιατρέψει, επιβαρύνοντας μόνο τους ιδιοκτήτες. Ήταν αυτοί που τον απέλυσαν με συνοπτικές εκλογικές διαδικασίες και δημιούργησαν το μεγαλειώδες φαινόμενο που φέρει το όνομα του Μωυσή. Και ήταν οι ίδιοι αποφασισμένοι να μην ξαναγίνει το λάθος δεύτερη φορά. Είχαν ήδη ναρκοθετήσει όλη τη διαδρομή του σφετεριστή και ήταν απόλυτα ήσυχοι σε σχέση με τις εξελίξεις. Έτσι έκαναν νόημα στους λυτούς και στους δεμένους να τον αφήσουν να μιλήσει.

Ο σφετεριστής σηκώθηκε και άρχισε να μιλά, στην αρχή συναινετικά, άλλωστε κι ο ίδιος συμφωνούσε ότι έπρεπε να περάσουμε το ποτάμι πάση θυσία. Συνεχίζοντας πρόσθεσε: «Το ποτάμι οι άνθρωποι το περνούν κάνοντας γέφυρες, αν θέλουν να το περάσουν με τα πόδια. Ή κάνοντας πλοία, αν θέλουν να το περάσουν καθιστοί. Βέβαια όλα αυτά κοστίζουν ένα σκασμό λεφτά, που ο Μωυσής και οι δικοί του δεν είναι διατεθειμένοι να τα δώσουν. Έτσι προσφεύγουν στα ξόρκια και στα θαύματα. Πουθενά δεν είχε ακούσει να διατάζει κάποιος το νερό να παραμερίσει για να περάσει και αυτό να υπακούει. Φοβάται ότι ο Μωυσής έχει κάνει τεράστιο λάθος, δεν είναι θεός. Μπορεί ο ίδιος να το πιστεύει και οι ακόλουθοί του να το καλλιεργούν στην κοινωνιολογική πανίδα, αλλά του το ξαναλέω… Δεν είναι θεός… Η φύση έχει κανόνες, που αν δεν τους σεβαστούμε, θα μας πάρει o διάολος και θα μας σηκώσει. Να αφήσει λοιπόν τις ανοησίες και να ξοδέψει όσα χρήματα χρειάζονται για το καλό του λαού». Κλείνοντας κατηγόρησε τον Μωυσή ότι είναι άθλιος τσιφούτης, όταν πρόκειται για τις ανάγκες του λαού, και γαλαντόμο γατάκι, όταν πρόκειται για τις ανάγκες των ιδιοκτητών της φυλής.
Αμέσως, σαν καλοκουρδισμένη χορωδία, οι ακόλουθοι του Μωυσή άρχισαν να κοροϊδεύουν τον σφετεριστή, ότι με αυτά που λέει κατεβάζει το ήδη χαμηλό επίπεδό του, έτσι και στις επόμενες εκλογές θα καταλήξει να βγει πρώτος, αλλά από το τέλος. Πολλοί δε το πήγαν και παραπέρα, ότι επενδύει στον πόνο και στην καταστροφή γιατί επιβουλεύεται τη θέση του Μωυσή, γελάστηκε όμως γιατί Μωυσής είναι μόνο ένας.
Όταν δε σηκώθηκε κάποιος ποταμολόγος-νερολόγος ακόλουθος του σφετεριστή να μιλήσει, άρχισε να αναλύει ότι ούτε ο θεός ο ίδιος δεν μπορεί να ελέγξει το νερό γιατί το νερό έχει πολλαπλή προσωπικότητα με έλλειμμα μνήμης. Κάθε φορά που πας να του μιλήσεις, είναι διαφορετικό και ποτέ δεν θυμάται τίποτα. Αυτό το κάνει τόσο ανεξέλεγκτο, που ακόμα κι ό Θεός ο ίδιος πολλές φορές έχει ακουστεί να φωνάζει: «Άσ’ το νερό στην τρέλα του και μη το συνεφέρεις. Τι κρύβεται μέσ’ στο μυαλό του νερού ποτέ σου δεν θα ξέρεις». Τότε όλοι μαζί ξανάρχισαν να ουρλιάζουν να σκάσει κι ότι αυτός δεν πρέπει να μιλά, γιατί αυτός καπνίζει…

Συνεχίστηκε για πολλή ώρα η συνέλευση της φυλής με αντεγκλήσεις, έτσι που σιγά σιγά εξελίχθηκε σε μπάχαλο.

Τελικά να μην τα πολυλογώ η φυλή αποφάσισε να ακολουθήσει τον Μωυσή στο θεϊκό του μονοπάτι, με σχετική πλειοψηφία. Κοινώς, όπως θα έλεγε κάποιος σκεπτικιστής κυνικός, η φυλή αποφάσισε σοφά (πάντα σοφά… αποφασίζει άλλωστε, γι’ αυτό και οι ιδιοκτήτες της φυλής διατηρούν τη… δημοκρατία) να πάει να πνιγεί.

Όλα είχαν οργανωθεί στην εντέλεια, όρισαν μάλιστα και την ημέρα εκκίνησης, την οποία και ονόμασαν ημέρα μηδέν, θέλοντας να δείξουν ότι αφήνουν πίσω τους το παρελθόν για μια νέα ζωή, που θα αποτελεί την αρχή της νέας ιστορίας.
Σαν ημέρα εκκίνησης ορίστηκε μια Τρίτη, γιατί Δευτέρα τελείωσαν οι ετοιμασίες.
Όλα καλά μέχρι εδώ, μόνο που κανείς δεν σκέφτηκε να κοιτάξει το ημερολόγιο.
Τότε θα ανακάλυπτε ότι η συγκεκριμένη Τρίτη δεν ήταν μια οποιαδήποτε Τρίτη.
Αντίθετα ήταν μια Τρίτη που θα έπρεπε να την αποφύγουν πάση θυσία και να εκκινήσουν την Τετάρτη. Αν το έψαχναν, θα ανακάλυπταν ότι ήταν η Τρίτη του γκαντέμη, γιατί ήταν Τρίτη και 13 του μήνα.
Κάποιοι άλλοι ιστορικοί διατείνονται ότι δεν ήταν Τρίτη αλλά Παρασκευή.
Σ’ αυτούς έχω να απαντήσω να μη βλέπουν πολλά θρίλερ γιατί το μυαλό τους θα γίνει κουρκούτι.

Ξημέρωσε λοιπόν η ιστορική Τρίτη. Ο καιρός ήταν αίθριος, ο ήλιος ήταν λαμπρός και προμηνούσε μια εξαιρετικά ζεστή μέρα. Η ώρα εκκίνησης ήταν η δεκάτη πρωινή.
Στις εννιά ανέβηκε για άλλη μια φορά στο βάθρο ο σφετεριστής και βροντοφώναξε ότι όλο αυτό είναι μια τρέλα και ότι ο ίδιος δεν είναι διατεθειμένος να ακολουθήσει αν ξεκινούσαν και καλούσε το λαό να το ξανασκεφτεί και να μην ακολουθήσει τον Μωυσή σ’ αυτή την πορεία θανάτου.
Ο Μωυσής το περίμενε αυτό και ήταν προετοιμασμένος.
Σηκώθηκε και με πύρινα λόγια ξανακατηγόρησε τον σφετεριστή ότι κάθε φορά κάνει το ίδιο, προσπαθώντας να διχάσει τη φυλή. Μόνο που αυτή τη φορά την πάτησε, γιατί ο ίδιος θα αποβληθεί από τη φυλή αν δεν ακολουθήσει… Τότε, σωπαίνοντας ρητορικά για να προσδώσει βαρύτητα στον λόγο του, πρόσθεσε ότι επίσης όσοι τον ακολουθήσουν θα έχουν την ίδια τύχη.
Όταν τελείωσε σήκωσε το πηγούνι ψηλά, γιατί του είχαν πει ότι αυτό ήταν δείγμα αυτοπεποίθησης και δυναμισμού, συνάμα σήκωσε το χέρι του δείχνοντας προς την απέναντι όχθη και φώναξε δυνατά, ώστε να τον ακούσουν όλοι, απευθυνόμενος στο ποτάμι: «Άνοιξε, ποτάμι!». Η καρδιά του έτρεμε προσμένοντας το αποτέλεσμα. Από τον ουρανό ακούστηκε μουσική αγωνίας για περίπου τρία λεπτά…


Αμέσως μετά κάτι έγινε και το νερό σταμάτησε να κυλάει ανοίγοντας ένα πέρασμα κοντά στα πενήντα μέτρα. Ήταν σαν να είχαν σηκωθεί δύο αόρατα φράγματα από κάθε πλευρά, ύψους τριών μέτρων. Ήταν φοβερό να το βλέπεις, ακόμα και τα ψάρια ή οι κροκόδειλοι με το που έφταναν στο κενό γύριζαν πίσω, σαν να κολυμπούσαν μέσα σε ένα τεράστιο ενυδρείο.

Ίσως αυτή ήταν η μοναδική στιγμή που ο Μωυσής ένιωσε ότι είναι θεϊκός.
Ένιωσε ένα δέος μπροστά στο θέαμα. Κίνησε να διαβεί την κοίτη του ποταμού κάνοντας σήμα στον λαό να ακολουθήσει. Ο λαός όμως έστεκε αποσβολωμένος και παρακολουθούσε, χωρίς να κάνει βήμα.
Ελάτε, φώναξε, μη φοβάστε. Δείτε εμένα που το διασχίζω χωρίς να κινδυνεύω. Έφτασε ως την μέση, κανείς όμως εκτός από τους πολύ στενούς ακόλουθους δεν είχε ακολουθήσει. Ακόμα κι αυτοί που ακολουθούσαν ακολουθούσαν σαν μικρά μωρά, σε μια κατάσταση τραβάτε με κι ας κλαίω. Έφτασε στην απέναντι κοίτη και ανεβαίνοντας συνειδητοποίησε ότι δεν ακολουθούσε κανείς, αντίθετα έστεκαν όλοι και τον παρατηρούσαν με κομμένη την ανάσα.
Αν έμενε εκεί, ίσως να είχε σώσει την κατάσταση…


Αλλά ο Μωυσής βιαζόταν να ξεκινήσει να γράφει ιστορία, μια ιστορία που θα ήταν όλη δική του και κανενός άλλου, ούτε καν του πατέρα του. Τον θαύμαζε τον πατέρα του, παρότι οι πάντες στην εποχή του τον αποκαλούσαν κάθαρμα. Ήθελε να τον ξεπεράσει και ήξερε πως αυτό ήταν δυνατόν. Έτσι, βλέποντας τον λαό να δειλιάζει τσατίστηκε από την έλλειψη κοινωνικής ευθύνης άρα και δράσης του λαού και έκανε το μοιραίο λάθος. Όπως ήταν τσατισμένος, χωρίς να το πολυσκεφτεί, καβάλησε ξανά την κοίτη και ξαναγύρισε πίσω να τους ξανακαλέσει να πάνε μαζί του – στο κάτω κάτω της γραφής τον είδαν όλοι να το περνάει χωρίς να κινδυνέψει ούτε να βραχεί. Και θα έπρεπε όλοι να τον ακολουθήσουν, γιατί αυτός ήταν ηγέτης με πυγμή.

Ξαφνικά όλοι σαν να ξυπνούσαν από λήθαργο, άρχισαν να κινούνται σαν κουρδισμένοι προς το μέρος του…

Εκεί είχε την πρώτη του απογοήτευση, γιατί συνειδητοποίησε ότι δεν βάδιζαν όλοι προς αυτόν, αντίθετα ένα μεγάλο κομμάτι του λαού παρέμεινε ακίνητο στη θέση του. Αυτό τον έκανε έξω φρενών με τους δικούς του ακόλουθους, του είχανε φάει τα αυτιά ότι ο σφετεριστής ήταν τελειωμένος στα μάτια του λαού. Ηρέμησε γρήγορα μόλις σκέφτηκε ότι τώρα αυτοί που έμειναν είναι ο δικός του λαός και κανενός άλλου και ότι θα τον ακολουθήσουν παντού και για πάντα.
Μπήκε μπροστά σαν οδηγός και άρχισε τη μεγαλύτερη πορεία των ογδόντα μέτρων που περπάτησε ποτέ άνθρωπος. Στην αρχή δεν το κατάλαβε, παρά μόνο σαν πέρασαν εννιά ώρες συνεχόμενης πορείας. Τότε έκπληκτος παρατήρησε ότι η απέναντι όχθη απείχε… πάντα δέκα μέτρα… Όσα βήματα κι αν έκανε, η όχθη με κάποιον μαγικό τρόπο πάντα βρισκόταν μακριά κατά δέκα μέτρα.
Ακόμα κι αν έτρεχε, τότε με ανάλογη ταχύτητα θα απομακρυνόταν και η όχθη. Βλέποντας ότι είναι άσκοπο να περπατούν μόνο για να περπατούν, έδωσε εντολή να σταματήσουν για ξεκούραση, άλλωστε είχε αρχίσει να σουρουπώνει.

Έστειλε κάποιους από τους ακόλουθους να δουν τι γίνεται στην οπισθοφυλακή της πορείας και να προσπαθήσουν να ξαναγυρίσουν στην κοίτη από την οποία ξεκίνησαν. Εκείνοι έκαναν κοντά τρεις ώρες να πάνε και να γυρίσουν. Όταν επέστρεψαν, τον ενημέρωσαν ότι και η οπισθοφυλακή αντιμετωπίζει το ίδιο πρόβλημα με την κοίτη, με μία διαφορά, ότι τα δέκα μέτρα καλύφτηκαν ήδη με νερό. Πρόσθεσαν και κάτι που δεν άρεσε στο Μωυσή: ότι ο σφετεριστής, που είχε παραμείνει στην κοίτη, είχε ξεκινήσει να κατασκευάζει βάρκες για να προσπαθήσει να ψαρέψει, στην ουσία, όσους ζητούσαν να διασωθούν. Κάτι όμως δύσκολο, γιατί οι βάρκες στάθμευαν πάνω στα όρια του νερού και απείχαν από τους ανθρώπους τρία μέτρα προς τα πάνω, ενώ το νερό ανέβαινε κάθε ώρα που περνούσε. Αυτό θύμιζε διάσωση που μπορείς να κάνεις με ελικόπτερο που στέκεται ακίνητο ψηλά, κατεβάζει ένα σκοινί και τραβάει έναν άνθρωπο τη φορά. Μόνο που οι βάρκες λόγω της φύσης του νερού κουνιούνται τρελά, αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η διάσωση να είναι τρομερά κουραστική και ψυχοφθόρα. Επίσης όλο το σύστημα κινείται με ρυθμούς χελώνας.

Μόλις τα έμαθε όλα αυτά ο Μωυσής ένιωσε μια ομοβροντία αντιφατικών συναισθημάτων να πλήττουν την ψυχή του. Κυρίαρχο ήταν ο θυμός κατά του σφετεριστή, που εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση για να του κλέψει λαό.
Στη συνέχεια θύμωνε με τον Θεό και το παιχνίδι που του έπαιξε με τον σκοτεινό χρησμό του. Μετά κατηγόρησε την αδελφή του, από συνήθεια. Αλλά για να λέμε και του στραβού το δίκιο, η αδελφή ήταν πολύ εξυπνότερη από τον Μωυσή. Το γιατί την προσπέρασε αυτό ήταν μια άλλη ιστορία, κι ας όψεται ο μισογυνισμός του Θεού.
Στο τέλος θύμωσε με τη γυναίκα του… γιατί δεν ήταν στο όνειρο μαζί του.
Τον άφησε να πάει μόνος του, ενώ άπειρες φορές του έχει πει η ίδια ότι όταν είναι μόνος κάνει πάντα μαλακίες, γιατί αποφασίζει χωρίς να ρωτά κανέναν.
Θα ήταν βέβαιο πιο δίκαιο να θύμωνε με τον εαυτό του, γιατί η γυναίκα του είχε δίκιο όταν του έλεγε ότι δεν ρωτά κανέναν. Γιατί στην ουσία την απόφαση την πήρε ο ίδιος και την ανακοίνωσε χωρίς να συμβουλευτεί κανέναν. Βέβαια τότε ένιωθε νικητής και είχε τεράστια πίστη στις υπεράνθρωπες δυνατότητές του, δείγμα αλαζονείας όπως θα έλεγε ο Αισχύλος, αλλά και πρακτικής μέτριων ανθρώπων στην εποχή της εικόνας που διανύουμε. Ένα βασικό δόγμα του Ηράκλειτου είναι ότι η φύση αγαπάει να κρύβεται. Κοινώς τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, κάτι που ξεχνάμε στη σημερινή εικονική πραγματικότητα που βιώνουμε. Σημασία για τους μέτριους έχει μόνο η εικόνα ή αλλιώς… η επικοινωνία. Πάντα θα ξεχνούν ότι η δύναμη που κάνει τον άνθρωπο μεγάλο πάντα θα κρύβεται, σαν την φύση.

Πολλοί προσπάθησαν να εξηγήσουν το φαινόμενο του ποταμιού με διάφορους φυσικούς αλλά και μεταφυσικούς-συνωμοσιολογικούς τρόπους. Θα αποφύγω να ασχοληθώ με τους δεύτερους, γιατί η αλήθεια μπορεί να βρεθεί μόνο με τη βοήθεια της επιστήμης. Η επιστήμη βασίζεται στην παρατήρηση που παράγει τη θεωρία και στο πείραμα που την αποδεικνύει. Λέγοντας αυτό παραβλέπουμε έναν σημαντικό παράγοντα, που αποτελεί το απαραίτητο καύσιμο για να λειτουργήσει το μυαλό και να δημιουργήσει θεωρίες. Το καύσιμο αυτό είναι η φαντασία, που μετουσιώνεται σε διαίσθηση – άλλοι το ονοματίζουν και ενόραση.
Σκεπτόμενος αυτά άρχισα να ψάχνω διαδικτυακά όλες τις επιστημονικές θεωρίες, λαμβάνοντας υπόψιν και συμπεράσματα που μπορεί να μην έχουν σχέση με το θέμα μας και θα εξηγήσω παρακάτω τι εννοώ. Ανοίγω τις σημειώσεις μου και διαβάζω.
Έχουμε ένα φαινόμενο το οποίο και παρατηρούμε τις τελευταίες 24 ώρες να εξελίσσεται. Το ποτάμι να ανοίγει στα δύο, μετά την εντολή του Μωυσή. Τον Μωυσή να το περνά αλλά τη φυλή να μην ακολουθεί αρχικά. Κατόπιν είδαμε τον Μωυσή να ξαναγυρνά στη κοίτη που στέκεται ο λαός και να καλεί τον λαό να τον ακολουθήσει. Την αμέσως επόμενη στιγμή είδαμε τον λαό, ένα κομμάτι θα έλεγα του λαού, να τον ακολουθεί, παρότι δεν ήταν όλοι πεπεισμένοι. Τις επόμενες -πολλές είναι η αλήθεια- ώρες, παρακολουθούμε το οξύμωρο μιας τεράστιας ομάδας ανθρώπων και ζώων να προσπαθούν να διανύσουν τα 80 μέτρα που απέχουν οι δυο όχθες του ποταμιού περπατώντας πάρα πολλά χιλιόμετρα.
Εδώ σταματά να δουλεύει κάθε λογική, γιατί κάθε πιθανή εξήγηση φαντάζει απίθανη λόγω της περιορισμένης αντίληψής μας για την πραγματικότητα, που ξαναεπαναλαμβάνω, της αρέσει να κρύβεται.

Ο πρώτος που κατάλαβε το περιορισμένο της ανθρώπινης αντίληψης ήταν ο Κουρτ Γκέντελ2, ένας Γερμανός μαθηματικός-φιλόσοφος, όταν είπε ούτε λίγο ούτε πολύ ότι υπάρχουν μερικά πράγματα στον κόσμο που δεν μπορούν να εξηγηθούν μαθηματικά. Μίλησε και για τον χρόνο, τον οποίον θεωρούσε διαισθητικό, γιατί η γνώση του δεν προέκυπτε από πουθενά. Ο χρόνος θα υπάρχει όσο υπάρχει ο άνθρωπος που τον σκέφτεται.
Αυτό που παρατηρήσαμε όλοι ήταν ότι ο χρόνος συνέχισε ακάθεκτος να εγγράφεται στο μυαλό μας, ενώ ο χώρος παρουσίαζε μια στιγμιαία μεταβολή κι αυτό ξεκίνησε με την αρχή της πορείας και εξελίχθηκε μόλις πέρασε τα δέκα μέτρα της απόστασης από την κοίτη και ο τελευταίος άνθρωπος.
Τότε έγινε κάτι που προκάλεσε αναστάτωση σε όλους μας.
Το ποτάμι άρχισε να κυλάει κανονικά σ’ αυτά τα δέκα μέτρα καλύπτοντας το κενό.
Εδώ έχουμε άλλο ένα παράλογο που συνέβη.
Το ποτάμι είχε πλάτος 80 μέτρα, η ουρά της πορείας των ανθρώπων έδειχνε να είναι χιλιόμετρα. Ήταν σαν να εισχωρούσαν οι άνθρωποι σε ένα υδάτινο τούνελ που ξεκινούσε από τα δέκα μέτρα της μίας κοίτης και έφτανε στο πουθενά. Κάποιοι που προσπάθησαν να γυρίσουν πίσω το κατόρθωσαν με πολύ κόπο και βάσανο.
Σε συνεντεύξεις που έδωσαν έλεγαν ότι βάδιζαν επί ώρες κάτω από έναν καυτό ήλιο, σε έναν διάδρομο με τοίχους από νερό, που ψήλωναν με ταχύτητα ενός μέτρου την ώρα, ενώ το τέρμα του διαδρόμου δεν φαινόταν πουθενά. Μόλις τους έπιασε κλειστοφοβία αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω πάση θυσία.
Οι επιστήμονες ποταμολόγοι, φυσικοί, μαθηματικοί και άλλες μη συναφείς ειδικότητες, τότε συγκεντρώθηκαν, τα έβαλαν κάτω και άρχισαν να τα ψάχνουν. Τη λύση την έδωσε ένας συγγραφέας ειδικευμένος με το έργο του Άρθουρ Κλαρκ3. Δήλωσε ότι το ποτάμι αποτελεί το κατώφλι προς μια διαφορετική χωροχρονική φυσαλίδα, οι άνθρωποι που ακολούθησαν το μονοπάτι του Μωυσή έφυγαν σε ένα άλλο σύμπαν και δεν μπορούμε να τους θεωρήσουμε ούτε νεκρούς ούτε όμως και ζωντανούς, μέχρι να βρουν τον τρόπο να επιστρέψουν. Δεν έχουμε παρά να περιμένουμε κάνοντας υπομονή και να συνεχίσουμε τη ζωή μας παίρνοντας όλες τις αποφάσεις που χρειάζεται να πάρουμε, γιατί τα προβλήματα και οι υποχρεώσεις τρέχουν. Και ν’ αφήσουμε την πολλή σκέψη γιατί δεν οδηγεί πουθενά και να επιταχύνουμε την κατασκευή πλοίων ώστε να περάσουμε με τη σειρά μας το ποτάμι, πριν φτάσουν οι στρατοί της αφέντρας και μας κόψουν τον κώλο.
Μόλις τα είπε αυτά συνειδητοποιήσαμε, για πρώτη φορά τις τελευταίες 48 ώρες, ότι είχε νυχτώσει, ότι ήμασταν πεινασμένοι και τρομερά κουρασμένοι. Είχαμε μείνει όλοι ξάγρυπνοι προσπαθώντας να καταλάβουμε τι έγινε. Μόλις αποφάγαμε πέσαμε να κοιμηθούμε λέγοντας μέσα μας, “άσ’ το, και αύριο μέρα είναι”.
Την άλλη μέρα ανοίγοντας τα μάτια μας διαπιστώσαμε έκπληκτοι ότι το ποτάμι κυλούσε όπως και πριν, σαν να μην είχαν υπάρξει οι δύο τελευταίες μέρες.
Παρ’ όλα αυτά, οι πολλές χιλιάδες μέλη της φυλής που έλειπαν, έδειχναν ότι κάτι είχε συντελεστεί. Αποφασίσαμε να θρηνήσουμε στην απέναντι όχθη, δεν είχαμε χρόνο να χάσουμε, έπρεπε να τραβήξουμε μπροστά και μετά να θρηνήσουμε όλους αυτούς που χάθηκαν.
Μας πήρε κάποιες μέρες να κατασκευάσουμε όσες βάρκες χρειαζόμασταν και μια Παρασκευή πρωί ξεκινήσαμε. Το ταξίδι ήταν σύντομο, πόση ώρα κάνεις άλλωστε να διανύσεις 80 μέτρα με μια βάρκα;
Όση ώρα κάναμε να περάσουμε τα νερά, εγώ είχα καρφωμένο το βλέμμα μου στο βυθό. Έψαχνα ένα σημάδι που να μου δείχνει τι απέγιναν οι άνθρωποί μας. Ο βυθός φαινόταν καθαρός, σαν να μην τον είχε πατήσει ποτέ ανθρώπινο πόδι. Το νερό όταν κυλά παρασέρνει στο διάβα του τα πάντα… ακόμα και την πληροφορία.

Πέρασε κοντά ένας χρόνος. Είχαμε κάνει ειρήνη με την αφέντρα, μόλις βάλαμε ανάμεσά μας το ποτάμι. Ήταν μια τίμια ειρήνη, γιατί η αφέντρα, κατά κάποιον τρόπο, μας φοβόταν. Στην ουσία δεν φοβόταν εμάς, αλλά το ποτάμι που έπρεπε να διαβεί για να φτάσει σε μας. Αλλά αυτό λίγο μας ενδιέφερε. Η ζωή κυλούσε ήρεμα σαν το ποτάμι. Οι περισσότεροι είχαν αρχίσει να ξεχνάνε αυτό που συνέβη, δίνοντας δίκιο στον πατέρα του Μωυσή, που έλεγε πάντα ότι ο λαός έχει μνήμη χρυσόψαρου.

Ήμουνα από αυτούς τους ψυχαναγκαστικούς, που αρνούνται να ξεχάσουν.
Πάντα έλεγα ότι «δεν ξέρω τι ψάρι είμαι, πάντως χρυσόψαρο δεν είμαι».
Έτσι δούλευα σε μια ομάδα διασώσεων. Δουλειά μας ήταν να περνοδιαβαίνουμε την κοίτη και να ψάχνουμε για τυχόν επιζώντες. Ποτέ δεν βρήκαμε κανέναν. Αντίθετα, κάθε μέρα ανασύραμε άλλοτε 50, άλλοτε 60 πνιγμένα κορμιά, κι όλα έδειχναν ότι δεν θα έμπαινε ποτέ ένα τέλος. Είχαμε ξεπεράσει τις 22.000 και συνεχίζαμε στον ίδιο ρυθμό ακάθεκτοι, τόσο που μας είχε γίνει συνήθεια.

Μέχρι που μια μέρα ανασύραμε έναν βατραχάνθρωπο. Αυτός είχε μια μάσκα με κάμερα και είχε δεμένο πάνω του ένα αδιάβροχο διαφανές σακίδιο. Το σακίδιο περιείχε μια άσπρη, αδιάβροχη ψηφιακή κάμερα SONYActioncam 4KFDR-X3000 και τέσσερις κάρτες μνήμης κλεισμένες αεροστεγώς σε ένα δεύτερο σακουλάκι. Μείναμε άφωνοι να τον κοιτάμε. Ήταν το πρώτο στοιχείο που βρίσκαμε και ίσως να μας έδινε μια εικόνα για την τύχη των χαμένων συνανθρώπων μας. Αμέσως γυρίσαμε πίσω και ψάξαμε να βρούμε έναν υπολογιστή για να δούμε το περιεχόμενο των καρτών. Το πρώτο αρχείο που ανοίξαμε έδειχνε τον βατραχάνθρωπο χωρίς τη στολή του, να κοιτά κατάματα την κάμερα και να αναφέρει το όνομά του, δηλώνοντας ότι αποφάσισε να καταγράψει την πορεία του λαού προς τη γη της επαγγελίας. Εξαρχής δήλωνε τη γνώμη του για τον Μωυσή η οποία ήταν απόλυτα αρνητική, αποκαλώντας τον Μωυσή “το ζαβό”.
Οι πρώτες εικόνες μάς δείχνουν την πορεία του λαού ανάμεσα σε δύο υδάτινους τοίχους που κάθε ώρα ψήλωναν και ένα μέτρο και στενεύουν επίσης ένα μέτρο. Ακούγονται χαρούμενες κουβέντες ανάμεσα στους ανθρώπους, σαν να πηγαίνουν εκδρομή. Κανείς δεν αναρωτιέται γιατί προχωρούν τόση ώρα. Αντίθετα όλοι είναι πεπεισμένοι ότι σε λίγο φτάνουν. Όσο περνά η ώρα, κυριαρχεί η σιωπή. Ακούγονται μόνο ανάσες μπλεγμένες με ήχους βημάτων. Η κάμερα προσπαθεί να κρατήσει ένα σταθερό πλάνο και δείχνει τις πλάτες των ανθρώπων, του Μωυσή και των ακολούθων του, που προπορεύονται. Ο Μωυσής μοιάζει να θέλει να τρέξει.
Είναι φοβισμένος και δείχνει να μην καταλαβαίνει την κατάσταση. Πίσω του ακολουθούν η γυναίκα του και η αδελφή του. Και οι δύο τον αγριοκοιτάζουν και μοιάζουν σαν να μουρμουρίζουν κάτι… Ίσως αν μιλούσαν μεταξύ τους, είναι σε όλους γνωστό ότι αντιπαθούν η μία την άλλη, να ανακάλυπταν ότι μουρμουρίζουν τα ίδια μπινελίκια, τα οποία και έχουν σαν στόχο τους τον Μωυσή. Και οι δύο είναι αρκετά έξυπνες για να καταλάβουν ότι, για άλλη μια φορά, ο ηλίθιος για τη γυναίκα του και ο άχρηστος μαλάκας για την αδελφή του, κάνοντας του κεφαλιού του, μας πήρε στον λαιμό του. Στο τελευταίο συμφωνούσαν μάλιστα κι οι δυο τους.
Το βράδυ δείχνει τον Μωυσή να βγάζει λόγο δηλώνοντας με αυτοπεποίθηση ότι βρισκόμαστε σε καλό δρόμο, παρότι τα πράγματα θα δυσκολέψουν και θα δώσουμε όλοι μαζί τη μάχη και θα την κερδίσουμε, γιατί ο Θεός είναι πάντα μαζί μας. Έχουμε κάνει όλες τις αναγκαίες προετοιμασίες, έτσι ώστε αν χρειαστεί να κολυμπήσουμε, να το κάνουμε χωρίς να κινδυνέψει η ζωή μας. Θα πάρει ο καθένας μας από δύο μπρατσάκια, εκτός από τα παιδιά που θα πάρουν και ένα σωσίβιο-σαμπρέλα.
Κανείς δεν χειροκρότησε όταν ο Μωυσής τελείωσε τον λόγο του.
Όλοι διαλύθηκαν παγωμένοι από τον φόβο τους. Ο καθένας κουβαλούσε τα μπρατσάκια και τα σωσίβια-σαμπρέλες που αναλογούσαν στην οικογένειά του.
Η μέρα τελειώνει με τους πάντες να ξαπλώνουν και να προσπαθούν να κοιμηθούν.
Η δεύτερη μέρα δεν διαφέρει από την πρώτη παρά μόνο σε δύο… μπορεί και τρία πράγματα. Το πρώτο αφορούσε τον κάμεραμαν, ο οποίος έχει ντυθεί πλέον βατραχάνθρωπος. Το δεύτερο ήταν ότι όλοι φορούσαν τα μπρατσάκια και τα σωσίβια-σαμπρέλες. Το τρίτο ήταν λίγο γελοίο, όπως θα έλεγε και ο σύντροφος γραμματέας, και αφορούσε τον Μωυσή και όλη του την οικογένεια. Ήταν όλοι ντυμένοι με άσπρα σωσίβια, μοιάζοντας με το ανθρωπάκι της Πιρέλι. Φορούσαν όλοι βατραχοπέδιλα και κρατούσαν από ένα ψαροντούφεκο. Η αδελφή συνέχιζε να κοιτά τον Μωυσή με στραβωμένο ύφος. Πλέον δεν έβριζε τον Μωυσή αλλά ξέχεζε τον Θεό, γιατί της φόρτωσε να κουβαλά ένα βάρος… τον άχρηστο μαλάκα που τα πήρε όλα με μόνο προσόν ότι ήταν άνδρας. Είναι όλοι ακίνητοι, περιμένουν. Ούτε και οι ίδιοι ξέρουν τι περιμένουν. Όσο περνά η ώρα ανακαλύπτουν όλοι ότι ο διάδρομος αρχίζει να στενεύει. Απλώνονται στον χώρο προσπαθώντας να αποφύγουν το νερό που τους χαδεύει, άλλους την πλάτη κι άλλους τα χέρια. Οι περισσότεροι, συγγνώμη για τα γαλλικά μου, έχουν χεστεί πάνω τους. Ιδιαίτερα τις τελευταίες ώρες, αυτό είναι κάτι που μας το δείχνει εύγλωττα η κάμερα, γιατί έχει πέσει σύρμα σε κροκόδειλους από τη μία και σε διάφορα σαρκοβόρα ψάρια από την άλλη, και είναι στημένοι σαν καλεσμένοι σε τραπέζι πλούσιο, περιμένοντας το νερό και ξέροντας ότι κάποια στιγμή θα ξανακαλύψει τα πάντα. Κάποιοι νέοι κροκόδειλοι που ανυπομονούν ορμούν και αρπάζουν όσους ξεχνιούνται και τους γυρνούν την πλάτη, τραβώντας τους μέσα στο νερό κι εκεί τους καταβροχθίζουν μπροστά στα μάτια των έντρομων ανυπεράσπιστων πολιτών.
Ο τοίχος συνεχίζει να κλείνει, σαν τις ταινίες τρόμου που το θύμα παγιδεύεται σ’ ένα δωμάτιο-πρέσα και οι τοίχοι του κλείνουν, με σκοπό να το συνθλίψουν. Η διαφορά είναι ότι οι τοίχοι είναι από νερό και δεν μπορούν να συνθλίψουν κανέναν άνθρωπο. Μπορούν όμως να πνίξουν τους πάντες, εκτός από αυτούς που έχουν άριστη φυσική κατάσταση. Αυτοί θα πρέπει να κολυμπήσουν, αρχικά κάνοντας ένα μακροβούτι 40 και κάτι μέτρα για να βγουν στη επιφάνεια και κατόπιν να κολυμπήσουν προς μία από τις δυο κοίτες του ποταμού. Το πρόβλημά τους μπορεί να μην ήταν το νερό αλλά, όπως εύγλωττα μας ξαναέδειξε η κάμερα, τα προσκεκλημένα θαλάσσια και ποταμίσια αρπακτικά που κυνηγούσαν ό,τι κολυμπούσε.
Με λίγα λόγια έγινε σφαγή…
Η τελευταία κραυγή που ακούστηκε ήταν «γαμιέσαι, μαλάκα Μωυσή».
Μετά μπουρμπουλήθρες και η χαρακτηριστική υπόκωφη σιωπή του νερού.

Επίλογος
Ο Θεός έκλεισε την ταμπλέτα του, σηκώθηκε από τη θεϊκή καρέκλα και προχώρησε προς το βάθος του δωματίου. Για πρώτη φορά έδειχνε προβληματισμένος. Τον είχε απογοητεύσει απόλυτα η ανθρώπινη βλακεία. Μονολογεί λέγοντας ότι τα καλύτερα εργαλεία μέσα στα χέρια των λάθος ανθρώπων θα επιφέρουν πάντα καταστροφικά αποτελέσματα.
Συνειδητοποίησε ότι τα τελευταία χρόνια το ανθρώπινο είδος πάει κατά διαόλου κι αυτό ήταν κυρίως δικό του λάθος, γιατί άφησε τους άνδρες να κάνουν κουμάντο. Τα τελευταία χίλια χρόνια τους παρακολουθεί να πολεμούν, με στόχο να σκοτώνουν όλους τους άλλους και να βιάζουν τον πλανήτη, γιατί κάθε χρόνο πρέπει να αβγατίσουν οι λογαριασμοί τους.
Τότε είναι που παίρνει τη μεγάλη απόφαση μέσα του να κάνει κάτι. Απλώνει το χέρι του στην τουαλέτα και παίρνει το κόκκινο σκούρο κραγιόν, βάφει τα χείλια του. Χαμογελά, για πρώτη φορά ευχαριστημένος – ευχαριστημένη για την αλλαγή, κοιτώντας το είδωλό του-της στον καθρέφτη.
Πάντα του ήθελε να μοιάσει στη Σκάρλετ Γιόχανσον.

Ν’Γκουζότο

1. Τάικο είναι η ιαπωνική λέξη που περιγράφει τον ιαπωνικό τρόπο παιξίματος των τυμπάνων-κρουστών. Τα κρουστά οι Ιάπωνες τα πήραν μαζί με τον βουδισμό από την Κίνα.
2. Ο Κουρτ Γκέντελ διατύπωσε τα δύο θεωρήματα της μη πληρότητας που έλεγαν ότι αν ένα σύστημα είναι συνεπές δεν μπορεί να είναι πλήρες και ότι η συνέπεια των αξιωμάτων δεν μπορεί να αποδειχθεί μέσα από το σύστημα.
3. Άρθουρ Κλαρκ, συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας. Στο διήγημά του “Πρωτογέννητοι” περιγράφει την εξαφάνιση του Άρη μέσα σε μια κοσμική φυσαλίδα.

Μοιραστείτε το άρθρο